Αναθεωρημένο ΕΣΕΚ: Η ακτινογραφία της επενδυτικής έκρηξης των 192 δισ. ευρώ - Πώς κατανέμεται το «πράσινο» ΑΕΠ σε κτίρια, αγορά συσκευών και οικιακού εξοπλισμού, ηλεκτρικά οχήματα, ΑΠΕ, δίκτυα

Επενδύσεις που παραπέμπουν σε ένα επιπλέον ετήσιο ΑΕΠ, ύψους 192 δισ ευρώ, το οποίο μπορεί να προσδώσει μια πρωτοφανή δυναμική στην ελληνική οικονομία, προβλέπει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα μέχρι το 2030, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά τις μεταφορές.

Δίχως τις τεράστιες δαπάνες, ύψους περίπου 100 δισ. που εκτιμάται ότι θα ενεργοποιήσει ως το τέλος της δεκαετίας ο στόχος για 460.000 οχήματα, ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά, το επενδυτικό πακέτο πέφτει στα 92 δισ ευρώ, ποσά και πάλι θηριώδη.

Στην 2η θέση, ο μεγάλος πρωταγωνιστής, είναι ο οικιακός και κτιριακός τομέας που αναμένεται να αποσπάσει κοντά 50 δισ μέσα στα επόμενα επτά χρόνια. Η αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς η αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει σύμφωνα με τις προβολές του ΕΣΕΚ κοντά στα 42,4 δισ ευρώ, στα οποία προστίθενται επιπλέον 6 δισ για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων (εσωτερικές, εξωτερικές μονώσεις, κλπ). Αν προστεθούν και τα 19,3 δισ που αφορούν τα κτίρια των Υπηρεσιών και τη Γεωργία, αθροίζονται επενδύσεις 70 δισ ευρώ μέχρι και το 2030.

Τα νούμερα είναι δυσθεώρατα και δείχνουν την τεράστια άνθηση που μπορεί να γνωρίσει ο κλάδος της οικοδομής και οι συναφείς εργασίες, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι τα νοικοκυριά θα διευκολυνθούν με πολύ σημαντικές ενισχύσεις και χρηματοδοτήσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μην δοθούν λαβές σε ακραίες φωνές που διακινούν θεωρίες ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβή και επιβλαβής, θα πρέπει να αυξηθούν δύο ή και τρεις φορές ετησίως συγκριτικά με το παρελθόν, τα προγράμματα επιδοτήσεων για ενεργειακή αναβάθμιση σπιτιών και αγορά ηλεκτρικών οχημάτων, όπως άλλωστε επισημαίνει και το ίδιο το κείμενο του ΕΣΕΚ.

Στην 3η θέση, μετά τις μεταφορές και τα κτίρια, κατατάσσονται οι πράσινες επενδύσεις κάθε μορφής ηλεκτροπαραγωγής, από φωτοβολταϊκά και χερσαία, μέχρι θαλάσσια αιολικά, με το ΕΣΕΚ να προβλέπει 11,9 δισ ως το 2030. Τα δίκτυα έπονται στην 4η θέση με επενδύσεις 6,5 δισ και ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην βιομηχανία, τα συστήματα φυσικού αέριου και πετρελαίου και λοιπές δαπάνες που αφορούν εναλλακτικά καύσιμα.

Το διπλό στοίχημα για την κυβέρνηση

Το ΕΣΕΚ περιγράφει το μεγάλο διπλό στοίχημα της κυβέρνησης. Ενα σύνθετο σχέδιο με σωστές πολιτικές, στρατηγικές και μέτρα που όχι μόνο θα αποφέρουν μετρήσιμα περιβαλλοντικά και κλιματικά οφέλη, αλλά και θα ενθαρρύνουν την ανάπτυξη σε νέους τομείς, δημιουργώντας νέες δουλειές και εισόδημα σε όλη την οικονομία, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύουν τα νοικοκυριά με επιδοτήσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία.

Τα νοικοκυριά θα επωμισθούν αναπόφευκτα ένα κόστος. Καθόλου τυχαίες οι συχνές επισημάνσεις του κειμένου στους ευάλωτους, στον κίνδυνο να αυξηθεί η ενεργειακή φτώχεια εφόσον δεν δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα και γενικότερα στην ανάγκη ύπαρξης σημαντικής ρευστότητας στα νοικοκυριά για την πραγματοποίηση των σχετικών επενδύσεων και των αυξημένων πράσινων δαπανών. Ειδικά για την επιδότηση και τη διευκόλυνση πρόσβασης στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών χαμηλής και μεσαίας εισοδηματικής κατηγορίας, μέσα από την ενίσχυση προγραμμάτων, όπως το «Εξοικονομώ 2021» που περιλαμβάνει ξεχωριστά κίνητρα για τη στήριξη των φτωχών και ευάλωτων, χωριστού προϋπολογισμού 100 εκατομμυρίων ευρώ.

Το κόστος μετά το 2030 μειώνεται 

Έχει πάντως την αξία του ότι όπως εξηγεί το κείμενο του ΕΣΕΚ, όσο η οικονομία θα προχωρά στην καρδιά της πράσινης μετάβασης, όσο θα προχωρά ο ενεργειακός μετασχηματισμός, τόσο θα μειώνονται και οι απαιτούμενες δαπάνες για αγορά ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών (ηλεκτρισμός, καύσιμα, αγορά συσκευών, οχημάτων, κ.λπ.). Το ποσοστό του ΑΕΠ για αγορά κάθε είδους ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών από 19,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2021, ναι μεν θα ανέβει στο 21,6% το 2030, αλλά μετά θα μειώνεται συνεχώς πέφτοντας στο 17%.

Επί της ουσίας επιχειρείται μέσω και του κειμένου να εξηγηθεί ότι δεν είναι αλήθεια πως η εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων είναι ακριβή και επιβαρύνει την οικονομία, αντίθετα αποτελεί ευκαιρία μιας νέας οικονομικής ανάκαμψης από την καινοτομία, τις επενδύσεις και την υποκατάσταση των εισαγομένων ορυκτών ενεργειακών προϊόντων.

Με άλλα λόγια, η πράσινη ενεργειακή μετάβαση δεν επιβαρύνει το κόστος της ενέργειας στο ΑΕΠ, παρά μετά το 2030 αρχίζει να το μειώνει, αρκεί στο μεταξύ να δοθούν ισχυρά κίνητρα και ενισχύσεις στους καταναλωτές, ώστε να μην δοθούν επιχειρήματα στους πολέμιους της πράσινης μετάβασης. 

Στο κείμενο του ΕΣΕΚ προβλέπεται συνεχή μείωση της παραγωγής από λιγνίτη, με στόχο τον μηδενισμό της μετά το 2028, σύνδεση των μη διασυνδεμένων νησιών στο ηπειρωτικό σύστημα μέχρι το 2030, ενώ η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας,

Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες. Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030). Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου και 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο. 

Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά.

 

 

 

 

σ