Ενεργειακό διαβατήριο για το μέλλον: Το σχέδιο μας για την ενέργεια

23 05 2019 | 12:44

Εξειδίκευση προτάσεων για την ενεργειακή πολιτική του ΚΙΝΑΛ

 

Ευρωπαϊκό και Διεθνές Πλαίσιο

Βασικός άξονας του Σχεδίου Ελλάδα, που έχει προτείνει το Κίνημα Αλλαγής, είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την Οικονομία. Αυτό το συμβόλαιο με τους πολίτες της χώρας, τις τοπικές κοινωνίες και τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου είναι απαραίτητο προκειμένου να γίνει αποδεκτός και να υλοποιηθεί ο ριζικός μετασχηματισμός του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα.

Γιατί όμως είναι αδήριτη ανάγκη να αλλάξουμε εκ βάθρων τον τρόπο που παράγουμε και χρησιμοποιούμε την ενέργεια στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ευρώπη; Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους για την ενέργεια και το κλίμα με ορίζοντα το 2030 και το 2050. Το 2030 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) θα πρέπει να καλύπτουν το 32% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, η εξοικονόμηση ενέργειας θα πρέπει να φθάσει το επίπεδο του 32,5%, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% σε σχέση με το 1990 και οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις κάθε κράτους-μέλους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο 15% της εγκατεστημένης ισχύος. Το 2050 οι εκπομπές ΑτΘ θα πρέπει να έχουν μειωθεί στην ΕΕ κατά 80%-95% σε σχέση με το 1990. Παράλληλα ο ΟΗΕ υιοθέτησε τους 17 στόχους για την Βιώσιμη Ανάπτυξη προς το 2030, μεταξύ των οποίων είναι η φθηνή και καθαρή ενέργεια και η δράση για το κλίμα. Επίσης, το 2015 η διεθνής κοινότητα συμφώνησε στο Παρίσι να καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης να περιοριστεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο.

Αυτό είναι το πλαίσιο, ευρωπαϊκό και διεθνές, μέσα στο οποίο πρέπει να σχεδιασθεί και να υλοποιηθεί η ενεργειακή και κλιματική πολιτική της Ελλάδας –ως μέρος της συνολικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης– για τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό το πλαίσιο και αυτοί οι συγκεκριμένοι στόχοι μας οδηγούν στον σταδιακό αλλά ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού μας συστήματος. Για δεκαετίες ολόκληρες η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία της χώρας στηρίχθηκαν ενεργειακά στο πετρέλαιο και τον λιγνίτη. Τα δύο αυτά καύσιμα κάλυψαν το 84% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα το 2006 και το 71% το 2016 (με όλη σχεδόν τη διαφορά να προέρχεται από τη μείωση στη χρήση του λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας). Για να επιτευχθούν όμως οι ενεργειακοί και κλιματικοί στόχοι πολύ μεγαλύτερες αλλαγές είναι απαραίτητες τόσο στο ενεργειακό μίγμα όσο και στην κατανάλωση ενέργειας.

 

Κατευθύνσεις Πολιτικής

Το Κίνημα Αλλαγής έχει επεξεργαστεί ένα μακροχρόνιο σχέδιο ενεργειακής πολιτικής μέχρι το 2050, με τη χρήση ολοκληρωμένων ενεργειακών και οικονομικών μοντέλων. Βασική θέση του Κινήματός μας στην κατάρτιση του ενεργειακού σχεδιασμού είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδέχεται για το μέλλον της τη μίζερη κατάσταση της οικονομικής στασιμότητας και της πληθυσμιακής απίσχνασης. Για αυτό τον λόγο βασική παραδοχή στο δικό μας σενάριο ενεργειακού σχεδιασμού είναι ότι η εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας θα ακολουθήσει τη μέση πρόβλεψη του ΟΗΕ κι όχι τα πιο απαισιόδοξα σενάρια, τα οποία μοιρολατρικά έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση. Στο πολιτικό πρόγραμμα του Κινήματος κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η αλλαγή της πολιτικής ατζέντας όσον αφορά την ενέργεια.

Η πολιτική συζήτηση και οι δράσεις δεν θα επικεντρώνονται πια στο πώς θα διατηρηθεί η παραδοσιακή και κατεστημένη κατάσταση αλλά πώς θα εκμεταλλευτούμε όλες εκείνες τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται με την ενεργειακή μετάβαση (σε μια κατάσταση που θα κυριαρχούν η εξοικονόμηση ενέργειας, ο εξηλεκτρισμός των μετακινήσεων και της θέρμανσης/ψύξης, οι ανανεώσιμες πηγές, η αποθήκευση, τα δίκτυα και οι διασυνδέσεις) για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της εθνικής οικονομίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτή η μετάβαση δεν θα αφήσει κανέναν πίσω, θα είναι δίκαιη και θα λαμβάνει ειδική μέριμνα για όσους επηρεάζονται περισσότερο. Το ενεργειακό πρόγραμμα του Κινήματος Αλλαγής εκτείνεται ως το 2050 (σε αντίθεση με το σχέδιο που πρόσφατα δημοσίευσε η κυβέρνηση και το οποίο σταματά -γιατί άραγε;- στο 2040) και με βάση αυτό, το μερίδιο του πετρελαίου και του λιγνίτη στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση θα έχει μειωθεί στο 41% το 2050. Η μείωση μάλιστα του μεριδίου του πετρελαίου είναι σχεδόν 1/3 σε σχέση με το 2016 (από 54% σε 37%).

 

Εξοικονόμηση Ενέργειας – 1η προτεραιότητα

Βασικός πυλώνας στο πρόγραμμα του Κινήματος Αλλαγής είναι η εξοικονόμηση ενέργειας, όπου ο στόχος είναι η Έξυπνη και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Αυτού του είδους η ανάπτυξη θα επαναφέρει το ΑΕΠ της χώρας και τον πλούτο των νοικοκυριών πολύ πριν το 2030 στα προ κρίσης επίπεδα. Με τον ενεργειακό σχεδιασμό που έχει εκπονήσει το ΚΙΝΑΛ η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας το 2030 μειώνεται στους 20,8 Mtoe (εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) από 23,5 Mtoe το 2016 και σε 19,4 Mtoe το 2050. Αυτό είναι μια σαφής πολιτική διαφοροποίηση από το σχεδιασμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όπου η κατανάλωση ενέργειας το 2030 παραμένει στα επίπεδα των 22,8 Mtoe. Για μας η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας -τόσο στα κτίρια όσο και στις μεταφορές- αποτελεί βασικό πολιτικό στόχο, έτσι ώστε να μειωθούν οι δαπάνες νοικοκυριών κι επιχειρήσεων για την ενέργεια και να αντιμετωπιστεί παράλληλα και η ενεργειακή φτώχεια. Για αυτό το λόγο συνδυάζουμε την οικονομική κι ενεργειακή μας πρόταση προς την ελληνική κοινωνίας ζητώντας να στηριχθεί ένα εκτεταμένο πρόγραμμα φορολογικών κινήτρων με στόχο την ενεργειακή αναβάθμιση του 10% των κτιρίων μέχρι το 2030 και του 45% μέχρι το 2050. Παράλληλα εντάσσουμε στο ενεργειακό μας πρόγραμμα φιλόδοξους αλλά ρεαλιστικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα για την ηλεκτροκίνηση των επιβατικών αυτοκινήτων (μια δράση που συντείνει αποφασιστικά στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας καθώς οι ηλεκτροκινητήρες είναι περίπου 2,5-3 φορές ενεργειακά πιο αποδοτικοί σε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης). Ξεκινώντας από το 2025 και με ορίζοντα το 2030 προγραμματίζουμε το 8% του στόλου των επιβατικών αυτοκινήτων να έχουν ηλεκτροκίνηση. Με τους ρυθμούς ανανέωσης του επιβατικού στόλου στην Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι το 2030 περίπου 40%-50% των νέων αυτοκινήτων θα έχουν ηλεκτροκίνηση.

 

Ηλεκτρισμός

Στον τομέα του ηλεκτρισμού, η παραγωγή από λιγνίτη θα μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια και ουσιαστικά σε ορίζοντα δεκαπενταετίας θα έχει επικουρικό μόνο ρόλο στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Ο ενεργειακός σχεδιασμός του Κινήματος Αλλαγής είναι ξεκάθαρος σε αυτό το ζήτημα. Ο λιγνίτης είναι το καύσιμο στο οποίο στηρίχθηκε ο εξηλεκτρισμός και -εν μέρει- η ανάπτυξη της χώρας τον τελευταίο μισό αιώνα. Όμως η νέα εποχή απαιτεί και νέες λύσεις. Τα επίπεδα τιμών των δικαιωμάτων για την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα διαμορφώνουν μία νέα πραγματικότητα, οδηγώντας με ταχύτητα στην μείωση της παραγωγής ηλεκτρισμού από τις λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι οι περισσότερες λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα είναι παλαιές και με χαμηλή απόδοση. Το κόστος επίσης για την εξόρυξη του λιγνίτη στη χώρα μας είναι κατά πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος σε χώρες όπως η Γερμανία και η Πολωνία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν πια μια ακριβή τιμή για την παραγωγή ηλεκτρισμού από τον λιγνίτη. Για αυτό στην Ελλάδα η απολιγνιτοποίηση δεν είναι απαραίτητη μόνο για τη μείωση των ρύπων αλλά και για τη μείωση του κόστους ενέργειας. Ήδη οι περισσότερες λιγνιτικές μονάδες συμμετέχουν στη χονδρεμπορική αγορά με προσφορές υψηλότερες από τις μονάδες φυσικού αερίου και πολύ υψηλότερες από το κόστος των νέων φωτοβολταϊκών και αιολικών που κατασκευάζονται και λειτουργούν μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών. Ο ενεργειακός σχεδιασμός του Κινήματος Αλλαγής προβλέπει ότι καμία νέα λιγνιτική μονάδα δεν θα κατασκευασθεί (το σχέδιο του ΥΠΕΝ είναι ηθελημένα θολό σε αυτό το σημείο υπονοώντας ότι μπορεί να κατασκευασθεί και η Μελίτη 2). Οι μονάδες της Καρδιάς και του Αμυνταίου αποσύρονται, μετά την εξάντληση των ωρών λειτουργίας που ενδεχομένως τους απομένουν (καθώς είναι ενταγμένες σε Καθεστώς Λειτουργίας Περιορισμένης Διάρκειας). Για την υπό κατασκευή μονάδα της Πτολεμαΐδας 5 θα πρέπει να διερευνηθούν όλες οι εναλλακτικές, ώστε να μην καταλήξει να είναι μια πολύ μεγάλη επένδυση (άνω του 1,5 δισ. Ευρώ), η οποία λόγω των νέων συνθηκών στην αγορά (δηλ. των υψηλών και στο μέλλον πολύ υψηλών τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα) μπορεί να μην είναι ανταγωνιστική και πιθανώς θα καταστεί ζημιογόνος λίγα χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της.

 

Διασυνδέσεις

Το ενεργειακό και οικονομικό πρόγραμμα του Κινήματος Αλλαγής επιδιώκει επίσης την παύση λειτουργίας των ακριβών και πετρελαϊκών μονάδων για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα νησιά του Αιγαίου. Αυτό θα καταστεί δυνατό με τη διασύνδεση όλων των νησιών με το ηπειρωτικό Σύστημα μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων. Οι διασυνδέσεις της Κρήτης, των Δωδεκανήσων και του Βορείου Αιγαίου είναι τα έργα που θα σημαδέψουν τη μετάβαση στη νέα εποχή. Τα έργα αυτά είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για τη μείωση του κόστους ενέργειας και των ρύπων αλλά και γιατί χωρίς αυτά δεν θα είναι δυνατή η εκμετάλλευση του πλούσιου δυναμικού ΑΠΕ του Αιγαίου κι επομένως δεν θα είναι δυνατή η πολύ μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας. Η διασύνδεση της Κρήτης θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2023 και οι διασυνδέσεις των Δωδεκανήσων και των νησιών του Βορείου Αιγαίου το 2026. Καμία περαιτέρω καθυστέρηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για οιοδήποτε λόγο. Τόσο οι τεχνικές όσο και οι οικονομικές προϋποθέσεις είναι βέλτιστες για την ταχεία υλοποίηση αυτών των έργων. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της χώρας πληρώνουν κάθε χρόνο περίπου 700 εκ. Ευρώ επιπλέον κόστος στους λογαριασμού ηλεκτρικού για τη λειτουργία των πετρελαϊκών μονάδων στα νησιά. Με την υλοποίηση των τριών διασυνδέσεων αυτό το κόστος σχεδόν θα μηδενισθεί ενώ το ετήσιο κόστος για τη χρήση των υποθαλάσσιων διασυνδέσεων θα είναι 150-200 εκ. Ευρώ. Δηλαδή κάθε χρόνο νοικοκυριά κι επιχειρήσεις θα γλυτώνουν πάνω από 500 εκ. Ευρώ δαπάνες για ενεργειακά προϊόντα! Ο εκμηδενισμός του κόστους για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) θα επιτρέψει επίσης και τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης (και τη μείωση της χρήσης πετρελαίου) καθώς το σημερινό μοντέλο χρέωσης των ΥΚΩ (με κόστος 80 Ευρώ/MWh μόνο για ΥΚΩ για τετραμηνιαία κατανάλωση που υπερβαίνει τις 2 MWh) καθιστά ουσιαστικά απαγορευτική τη μετάβαση των νοικοκυριών για τη θέρμανση τους (έστω και με net metering) από το πετρέλαιο στον ηλεκτρισμό. Το συνολικό κόστος των τριών διασυνδέσεων υπολογίζεται να είναι περίπου 3 δισ. Ευρώ. Αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμα για τη χώρα μας επιπρόσθετα ευρωπαϊκά κονδύλια (δηλ. επιδότηση) συνολικού ύψους άνω του 1 δισ. Ευρώ για την υλοποίηση αυτών των έργων. Η διασύνδεση Αττική-Κρήτη ως έργο Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) μπορεί να τύχει επιδότησης άνω των 300 εκ. Ευρώ από το ταμείο Connecting Europe Facility της ΕΕ. Αντίστοιχα οι διασυνδέσεις των άλλων νησιών του Αιγαίου μπορούν να ενισχυθούν με ποσά 600-800 εκ. Ευρώ από την πώληση επιπρόσθετων δικαιωμάτων EUA που η ΕΕ θα παραχωρήσει στην Ελλάδα ακριβώς για την υλοποίηση αυτών των έργων. Επειδή όμως οι ευνοϊκές συνθήκες δεν θα είναι πιθανώς για πάντα παρούσες, η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί άμεσα για τη διασφάλιση αυτών των πόρων. Και βέβαια το Κίνημα Αλλαγής, ως προοδευτικό πατριωτικό κόμμα, δεν αποδέχεται τη συνέχιση της ηλεκτρικής απομόνωσης της Κύπρου και περιλαμβάνει στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας την υλοποίηση της διασύνδεσης Αττική-Κρήτη-Κύπρος ως ευρωπαϊκό έργο Κοινού Ενδιαφέροντος. 

 

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Οι ανανεώσιμες πηγές θα κληθούν να καλύψουν περίπου το 60% της ζήτησης ηλεκτρισμού το 2030 και 80% το 2050. Η μείωση κόστους των φ/β κατά 90% σε μια δεκαετία και των αιολικών κατά 40% στο ίδιο διάστημα κάνει όχι μόνο εφικτή αλλά και οικονομικά επιθυμητή αυτή την πολύ μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μίγμα. Αυτό θα απαιτήσει επενδύσεις περίπου 5 δισ. Ευρώ σε έργα ΑΠΕ μέχρι το 2030 και συνολικά περίπου 25 δισ. Ευρώ μέχρι το 2050. Έτσι τα σημερινά περίπου 5,5 GW έργων ΑΠΕ θα αυξηθούν σε άνω των 13 GW το 2030 και σε περισσότερα από 23 GW το 2050. Το Κίνημα Αλλαγής αναγνωρίζει τις προσπάθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για σχεδόν μηδενικές συνολικές εκπομπές ΑτΘ από την ηλεκτροπαραγωγή αρκετά πριν το 2050 και θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να ξαναδούμε τον ενεργειακό σχεδιασμό τα επόμενα χρόνια -στη βάση και νεότερων δεδομένων για μειωμένα κόστη τεχνολογιών ΑΠΕ και αποθήκευσης- ώστε σε ευρωπαϊκό επίπεδο να μπορέσει να υλοποιηθεί ο ανώτερος στόχος για μείωση των συνολικών εκπομπών ΑτΘ κατά 95% το 2050 (σε σχέση με το 1990). Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια για τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στον ηλεκτρισμό είναι -πέραν των χωροταξικών δυσκολιών- να αλλάξει εκ βάθρων και ο σχεδιασμός των δικτύων μεταφοράς και διανομής, για να διασφαλιστεί η επάρκεια του συστήματος.

Η ενσωμάτωση πολύ μεγάλων ποσοτήτων ισχύος και ενέργειας από ΑΠΕ θα πρέπει γίνει ένα από τα βασικά κριτήρια σχεδιασμού κι εφαρμογής της ενεργειακής πολιτικής στο χώρο των δικτύων ηλεκτρισμού. Οι Διαχειριστές των δικτύων ηλεκτρισμού (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ) θα πρέπει να καταρτίσουν μελέτη -η οποία και να επικαιροποιείται ανά διετία- που να αποτυπώνει την παρούσα κατάσταση όσον αφορά την ικανότητα των δικτύων για απορρόφηση ενέργειας από ΑΠΕ καθώς και τα απαραίτητα έργα ενίσχυσης, επέκτασης και ψηφιοποίησης των δικτύων ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί η πολύ μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών σε επίπεδα άνω του 80%. Πέρα βέβαια από τις κυμαινόμενες ΑΠΕ σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του ενεργειακού μίγματος στην Ελλάδα θα παίξει και η γεωθερμία. Το σημαντικό δυναμικό της χώρας, τόσο στον ηπειρωτικό κορμό όσο και στα νησιά, μπορεί να δώσει εγκαταστάσεις συνολικής ισχύος τουλάχιστον 300-500 MW –λαμβάνοντας όλα τα μέτρα για μηδενικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις- οι οποίες με τη συνεχή λειτουργία τους και το χαμηλό κόστος παραγωγής να ενισχύσουν σημαντικά το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ αλλά και να συγκρατήσουν το κόστος ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

 

Αγορές Ενέργειας

Tο νέο τοπίο στο χώρο της ενέργειας δεν βασίζεται στις επιδοτούμενες εγκαταστάσεις αλλά στις ανοικτές και ανταγωνιστικές διαδικασίες. Για αυτό και η Ελλάδα πρέπει χωρίς καμιά χρονοτριβή να αποκτήσει καλά σχεδιασμένες και καλά λειτουργούσες αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου τόσο για βραχυπρόθεσμες (προημερήσια, ενδοημερήσια και εξισορρόπησης σε πραγματικό χρόνο) όσο και για μακροπρόθεσμες (μηνιαίες και ετήσιες). Οι αγορές αυτές θα είναι λειτουργικά συζευγμένες και τεχνικά ισχυρά διασυνδεδεμένες με τις αγορές των υπόλοιπων κρατών-μελών της ΕΕ. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η απαραίτητη μείωση του κόστους ενέργειας αλλά και η πολύ μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Η παραγωγή φθηνής ενέργειας από τα νέα έργα ΑΠΕ σε πολύ μεγάλες ποσότητες θα γίνει εφικτή μέσω της συμμετοχής των ΑΠΕ στις αγορές αντί για την επιδότηση τους από τους καταναλωτές. Με αυτό τον τρόπο το κόστος για παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρισμού όχι απλά δεν θα αυξηθεί στη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης αλλά θα μειωθεί και κατά περίπου 10% (από 96 Ευρώ/MWh to 2020 σε κάτω από 90 Ευρώ/MWh το 2050).

 

Φυσικό Αέριο

Ο ενεργειακός σχεδιασμός του Κινήματος Αλλαγής ευθυγραμμίζεται με αντίστοιχες μελέτες διεθνών οργανισμών (π.χ. ΕΕ, ΙΕΑ) και προβλέπει ότι το φυσικό αέριο θα διαδραματίσει το ρόλο του καυσίμου-γέφυρα προς το νέο τοπίο της ενέργειας κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης της επόμενες 2-3 δεκαετίες. Οι διεθνείς αγωγοί φυσικού αερίου (π.χ. Eastmed, IGB) -αλλά και οι σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου- έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα για τη διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας της, την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού και τη μείωση του κόστους ενέργειας.

Παράλληλα, οι αγωγοί φυσικού αερίου μπορούν μελλοντικά να μεταφέρουν αέρια παραγόμενα από ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια (όπως το υδρογόνο), αποτελώντας έτσι κομμάτι του συνολικού συστήματος παραγωγής-αποθήκευσης-μεταφοράς ενέργειας με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.  

 

Αποθήκευση Ενέργειας

Η πολύ μεγάλη διείσδυση των κυμαινόμενων ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά) στο ενεργειακό μίγμα απαιτεί και μεγάλη ανάπτυξη των μέσων αποθήκευσης. Αντλησιοταμιευτικά έργα, μπαταρίες μεγάλης ισχύος αλλά και βίο-υδρογόνο και βίο-μεθάνιο πρέπει να ενταχθούν στον ενεργειακό σχεδιασμό. Ικανή δυναμικότητα αποθήκευσης και εξαγωγές ηλεκτρισμού στις ώρες μεγάλης παραγωγής από ΑΠΕ μπορούν να δώσουν την απάντηση στο πώς θα λειτουργεί το ηλεκτρικό σύστημα και η αγορά στην Ελλάδα όταν το 2040 οι ΑΠΕ θα έχουν άνω των 20 GW εγκατεστημένη ισχύ. Για κάθε νέο MW έργων από κυμαινόμενα ΑΠΕ θα πρέπει να σχεδιάζεται και η κατασκευή περίπου 0,25 MW έργω αποθήκευσης. Στην παρούσα φάση ο ενεργειακός σχεδιασμός περιλαμβάνει κυρίως έργα αντλησιοταμιευτικά και μπαταρίες αλλά τα επόμενα χρόνια –δηλ. μέχρι το 2025- θα πρέπει να εξετασθεί και πιθανώς να σχεδιασθεί η ένταξη στο ενεργειακό σύστημα της χώρας και άλλων τεχνολογιών αποθήκευσης.  

 

Δίκαιη Μετάβαση

Η ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα και όλης της Ευρώπης, θα επιφέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική ζωή των περιοχών που για δεκαετίες βασίστηκαν στον άνθρακα και τον λιγνίτη. Στην Ελλάδα αυτό αφορά τη Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη και Φλώρινα) και την Αρκαδία. Η οικονομία αυτών των περιοχών από το 1960 και μετά συνδέθηκε με τη ΔΕΗ και τον λιγνίτη. Τώρα όμως ο λιγνίτης σταδιακά αποσύρεται από το προσκήνιο αλλά οι περιοχές αυτές θα πρέπει να παραμείνουν οικονομικά ενεργές και πληθυσμιακά ανθηρές. Μέχρι το 2030 οι περιοχές αυτές θα πρέπει να έχουν απεξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη λιγνιτική δραστηριότητα (ανεξάρτητα εάν κάποιες λιγνιτικές μονάδες παραμείνουν σε λειτουργία και μετά το 2030). Αυτό σημαίνει σχεδιασμό σε επίπεδο Κυβέρνησης και Περιφέρειας, σημαίνει ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών μέσω των Δήμων, σημαίνει φυσικά συστηματική και συνεχή συνεργασία με τα όργανα της ΕΕ (ειδικά DG Regio). Στην παρούσα φάση αυτό που πρέπει να εδραιωθεί στην οικονομική πολιτική της επόμενης δεκαετίας είναι ότι αυτές οι δύο περιοχές, της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδία, θα πρέπει να ενισχυθούν (κυρίως με εθνικούς αλλά και με ευρωπαϊκούς πόρους) με περίπου 200-300 εκ. Ευρώ σε ετήσια βάση για τουλάχιστον τα επόμενα 15 χρόνια, με έμφαση στην Πτολεμαΐδα, στην Κοζάνη και στην Μεγαλόπολη, ώστε να είναι δυνατή η αλλαγή της οικονομικής δραστηριότητας, η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και του ενεργειακού χαρακτήρα των περιοχών αυτών. 

 

Υδρογονάνθρακες

Όσον αφορά την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στόχος πρέπει να είναι η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της χώρας με σεβασμό στο περιβάλλον και στις επόμενες γενιές. Η δραστηριότητα αυτή γίνεται στην Ελλάδα από μεγάλες -κυρίως διεθνείς- εταιρείες, συνεπώς δεν απαιτεί τη χρήση πόρων από τον προϋπολογισμό και δεν επηρεάζει την πορεία ενεργειακής μετάβασης της χώρας αφού η πιθανή ανακάλυψη κοιτασμάτων δεν θα αλλάξει επουδενί τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας. Οι πρόσφατες ανακαλύψεις επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο μπορούν υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσουν ως εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα να ενισχύσουν την πολιτική θέση και της χώρας μας στους περιφερειακούς συσχετισμούς αλλά και εντός της ΕΕ. Η εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων στην ελληνική επικράτεια μπορεί να συμβάλει βέβαια και στη διαγενεακή στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος καθώς τα έσοδα του Δημοσίου από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων θα κατευθύνονται σε αντίστοιχο ταμείο. Σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε ακόμα σε αρχικό στάδιο καθώς κανένα κοίτασμα στην Ελλάδα δεν έχει επιβεβαιωθεί (πέραν του Πρίνου) και συνεπώς δεν μπορεί να αποτυπωθούν συγκεκριμένα νούμερα. Η βασική όμως θέση του Κινήματός μας στο ζήτημα των υδρογονανθράκων μπορεί να συνοψισθεί στη φράση «δεν επαφιέμεθα στα πιθανά έσοδα από τους υδρογονάνθρακες αλλά και δεν απεμπολούμε κανένα δικαίωμά μας και δεν αφήνουμε a priori αναξιοποίητους πιθανούς ενεργειακούς πόρους στο υπέδαφος της χώρας».

 

 

 

 

23 Μαϊου 2019

σ