Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργεί την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Υδρογόνου δίνοντας νέα ώθηση στο “καύσιμο του μέλλοντος”
«Ορόσημο» στην πολιτική απανθρακοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί η σύσταση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου, όπου, όπως διευκρινίζεται στα σχετικά ευρωπαϊκά ντοκουμέντα, δεν πρόκειται για τράπεζα, αλλά για πρωτοβουλία που αποσκοπεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματική και εξορθολογισμένη υπηρεσία μίας στάσης για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων και τη χρηματοδότηση έργων ανανεώσιμου υδρογόνου σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού.
Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου διοργανώνονται δύο δημοπρασίες με την πρώτη-πιλοτική να τρέχει ήδη από τον Νοέμβριο και την δεύτερη να προγραμματίζεται την άνοιξη του 2024 με συνολικό προϋπολογισμό περί τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αναλυτικότερα, οι παραγωγοί ανανεώσιμου υδρογόνου μπορούν να υποβάλουν προσφορά για στήριξη με τη μορφή σταθερής πριμοδότησης ανά χιλιόγραμμο παραγόμενου υδρογόνου. Η πριμοδότηση αποσκοπεί στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της τιμής παραγωγής και της τιμής που είναι επί του παρόντος διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές, σε μια αγορά όπου η παραγωγή του μη ανανεώσιμου υδρογόνου εξακολουθεί να είναι φθηνότερη. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Υδρογόνου συμπληρώνει άλλα εργαλεία πολιτικής για την δημιουργία μιας αγοράς ανανεώσιμου υδρογόνου, την τόνωση των επενδύσεων στη σχετική παραγωγική ικανότητα και την αναβάθμιση της παραγωγής.
Ιδιαίτερη «κινητικότητα» εντοπίζεται και στα πλαίσια της ελληνικής αγοράς, γεγονός που αποτυπώθηκε, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, με την αναγγελία της πρώτης πιλοτικής δημοπρασίας. Σε κάθε περίπτωση ενόψει και της δεύτερης δημοπρασίας, οι σχετικές ενέργειες αναμένεται να πάρουν συγκεκριμένη «μορφή και σχήμα» με μια σειρά εταιρείες (Helleniq Hydrogen, Motor Oil κλπ) να κινητοποιούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση για τα πρώτα έργα παραγωγής υδρογόνου στη χώρα μας.
Σε εθνικό επίπεδο, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ με ορίζοντα το 2030 προβλέπει συνολική παραγωγή πράσινου υδρογόνου περί τα 0.92TWh, «νούμερο» που αντιστοιχεί σε δυναμικότητα εγκατεστημένων συστημάτων ηλεκτρόλυσης 300 MW περίπου.
Αν και ο εν λόγω στόχος είναι σημαντικά πιο μετριοπαθής από προγενέστερες προβλέψεις, εντούτοις η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ διατίθεται να αναθεωρήσει μελλοντικά εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη, πράγμα που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την περαιτέρω «ωρίμανση» της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Αντίστοιχα, σε θεσμικό επίπεδο, αν και την βάση θα αποτελέσουν οι σχετικές προβλέψεις του νέου ΕΣΕΚ, αναμένονται κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε συνέχεια και της οριστικοποίησης του ευρωπαϊκού πλαισίου για το υδρογόνο (δείτε εδώ, εδώ και εδώ).
Σύμφωνα με το νέο ΕΣΕΚ, η συνολική κατανάλωση πράσινου υδρογόνου εκτιμάται σε 63,3 TWh/έτος μέχρι το 2050, το μεγαλύτερο ποσοστό όμως (περίπου 70%) εκτιμάται ότι θα καταναλώνεται για παραγωγή συνθετικών υδρογονανθράκων για χρήση στις μεταφορές.
Τέλος, σε διεθνές επίπεδο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, προκύπτει ότι το υδρογόνο έχει πλέον πάρει σαφή θέση στο ενεργειακό μίγμα με ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον, διασφαλίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον IEA, ο παγκόσμιος χάρτης του υδρογόνου περιλαμβάνει σήμερα σχεδόν 2.000 έργα που είτε βρίσκονται ήδη σε λειτουργία είτε έχουν ανακοινωθεί. Τα περισσότερα έργα μέχρι σήμερα επικεντρώνονται στην Ευρώπη και την Αυστραλία, με ένα αυξανόμενο αριθμό προγραμματισμού στην Αφρική, την Κίνα, την Ινδία, τη Λατινική-Αμερική και τις ΗΠΑ.