Ο ρόλος της σύγχρονης Βιοενέργειας στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, καθ’ οδόν προς την κλιματική ουδετερότητα

Είναι κοινά αποδεκτό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι αναφορικά με το ενεργειακό της μέλλον. Καθώς οι ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια και το κλίμα είναι πιο έντονες από ποτέ, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι το παραδοσιακό μοντέλο της παραγωγής ενέργειας που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για πολλά χρόνια ακόμη.

Η πεποίθηση αυτή παγιώνεται ευρύτερα και παρά το γεγονός ότι, λόγω της ρωσο-ουκρανικής σύρραξης, πολλές χώρες της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αναθεωρούν τις πηγές προμήθειας ορυκτού φυσικού αερίου και σχεδιάζουν νέες υποδομές παραλαβής και αποθήκευσης. Προκειμένου λοιπόν να καλύψουμε τις ενεργειακές μας ανάγκες με τρόπο που να είναι και βιώσιμος και ανθεκτικός, η Ευρώπη πρέπει να στραφεί εντονότερα σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της Βιοενέργειας από ανανεώσιμα αέρια και στερεή Βιομάζα.

Η Βιοενέργεια διαθέτει τα εχέγγυα να παίξει σημαντικό ρόλο στην εξελισσόμενη ενεργειακή μετάβαση, παρέχοντας μία καθαρή και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, η οποία μπορεί να συμβάλει στην μείωση της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα και στον μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία κατέδειξε την υπερ-εξάρτηση της Ε.Ε. στα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και υπογράμμισε την ανάγκη της εξασφάλισης σταδιακής αυτονομίας του ενεργειακού συστήματος της Ε.Ε. Οι υψηλές τιμές ενέργειας και ο κίνδυνος των ελλείψεων τροφοδοσίας σε όλο το εύρος της Ε.Ε. έχουν επιτείνει την ανάγκη επίσπευσης της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης υπό την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ώστε να εξασφαλιστεί ένα πιο βιώσιμο, ανθεκτικό και οικονομικό ενεργειακό σύστημα.

Στον αντίποδα της υπερ-εξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, η ευρωπαϊκή εξάρτηση από εισαγόμενη βιομάζα παραμένει πολύ χαμηλή (σε επίπεδο μόλις 4,3%). Προκειμένου να θωρακιστεί η Ε.Ε. έναντι της αστάθειας και της ρευστότητας των τιμών των ορυκτών καυσίμων, χρειάζεται πιο αποφασιστική και ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Και εδώ η Βιοενέργεια διαθέτει ήδη μία σημαντική συνεισφορά στους τομείς ηλεκτροπαραγωγής, θερμότητας/ψύξης και μεταφορών, καλύπτοντας σε επίπεδο Ε.Ε. το 56,8% επί της ανανεώσιμης ενέργειας και το 11,4% επί του συνόλου της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης.

Στη χώρα μας, η αντίστοιχη συνεισφορά της βιοενέργειας ανέρχεται σε 8% επί του συνόλου, με τον στόχο μέσω του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα να είναι 12% καθ’ οδόν προς το 2050, το οποίο αποτελεί έτος - ορόσημο για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην Ε.Ε.

Παράλληλα, δραστηριότητες και τεχνολογίες δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, βασισμένες στην αξιοποίηση υπολειμματικής βιομάζας, όπως η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου άνθρακα μέσω της βιοενέργειας (Bioenergy Carbon Capture and Storage - BECCS) και η δέσμευση άνθρακα μέσω βιοεξανθρακώματος (Biochar Carbon Removal - BCR) έχουν να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο τα επόμενα χρόνια, μέσα στο πλαίσιο της δέσμευσης των υφιστάμενων και μελλοντικών εκπομπών, της αποκατάστασης της βιοποικιλότητας, της κυκλικής βιοοικονομίας και της βιώσιμης γεωργίας.

Επιπλέον, σε επίπεδο αειφορικής διαχείρισης, η Βιομάζα αποτελεί το μοναδικό καύσιμο το οποίο οφείλει να συμμορφώνεται με τις αυστηρές απαιτήσεις βιωσιμότητας της οδηγίας RED και των αναθεωρήσεων αυτής, οι οποίες ήδη υποστηρίζονται από τον ίδιο τον κλάδο και έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζονται κατά μήκος ολόκληρης της εφοδιαστικής αλυσίδας, ξεκινώντας από την πηγή των πρώτων υλών.

Αλλά και όσον αφορά την επίπτωσή της σε κοινωνικό επίπεδο, η Βιοενέργεια είναι η ΑΠΕ που δημιουργεί τις περισσότερες θέσεις μόνιμης και σταθερής απασχόλησης σε όλη την αλυσίδα αξίας εντός της Ε.Ε., προσφέροντας περί τις 500.000 θέσεις εργασίας.

Στην Ελλάδα, είναι γεγονός πως τεράστιες ποσότητες βιομάζας παραμένουν αναξιοποίητες, λόγω της ευρείας διασποράς δυναμικού στην ύπαιθρο, του μεγάλου κόστους συλλογής και μεταφοράς και της μη ορθολογικής και συνεκτικής διαχείρισης μέσα στο πλαίσιο της κυκλικής βιοοικονομίας.  Ωστόσο, μπορούν να συμβάλουν στην παραγωγή ενέργειας, στην παραγωγή άλλων καινοτόμων προϊόντων και βιοϋλικών, στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, στην ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών και εν τέλει στην ανάπτυξη της χώρας.

Η ΕΛΕΑΒΙΟΜ έχει καταθέσει προτάσεις αξιοποίησης και κινητοποίησης του ανεκμετάλλευτου δυναμικού Βιομάζας, οι οποίες αφορούν στην φυτική βιομάζα. Συγκεκριμένα, στη δασική βιομάζα (υπολείμματα υλοτομίας, υπόροφος βλάστηση, πυροπροστατευτικοί καθαρισμοί, σπασμένα κλαδιά, κ.λ.π.) και στην παραγόμενη βιομάζα από τις αγροτικές δενδρώδεις (κλαδέματα - υπολείμματα δενδροκομίας), αλλά και αγρωστώδεις καλλιέργειες (άχυρα σιτηρών). Επίσης, οι προτάσεις αναφέρονται στην παραγόμενη βιομάζα από τα αστικά και περιαστικά κλαδέματα των Δήμων. Τέλος, αφορούν στην ξυλεία που προκύπτει από την διαχείριση των  υλικών συσκευασιών. Όλες αυτές οι πηγές μπορούν να αξιοποιηθούν μέσω της θεσμοθέτησης και εμπέδωσης λειτουργίας των «Πράσινων Σημείων Βιομάζας», τόσο σε τοπικό-διαδημοτικό επίπεδο, όσο και σε υπερτοπικό-περιφερειακό επίπεδο.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, από κάθε άποψη (ενεργειακή, περιβαλλοντική, κλιματική, οικονομική και κοινωνική) η Βιοενέργεια παραμένει μία εξαιρετικά χρήσιμη και ουσιαστική αναπτυξιακή πλατφόρμα που αξίζει της αυξημένης προσοχής πολιτικών, νομοθετών, ερευνητών, επιχειρήσεων και πολιτών.

_____________________

* Ο κ. Αντώνιος Ε. Γερασίμου είναι Μηχ/γος Ηλεκ/γος Μηχ/κός ΕΜΠ, MSc | Πρόεδρος Δ.Σ. Ελληνικής Εταιρείας Ανάπτυξης Βιομάζας (ΕΛ.Ε.Α.ΒΙΟΜ.)

Το άρθρο περιλαμβάνεται στον τόμο GREEK ENERGY 2023 που εξέδωσε για δωδέκατη συνεχή χρονιά το energypress.

 

 

σ