Οι δήμοι μπορούν να γίνουν παραγωγοί φθηνής και πράσινης ενέργειας

Οι δημοτικές εκλογές θα μπορούσε να είναι εξαιρετική ευκαιρία να αναδειχθούν πολιτικά προτάγματα που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες προκλήσεις, όπως η ενεργειακή μετάβαση. Η ενεργειακή μετάβαση συνδέεται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφού συνεπάγεται την αυξημένη χρήση καθαρών πηγών ενέργειας, αλλά και με την ενεργειακή ασφάλεια, καθώς περισσότερες ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) σημαίνουν μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση. Επιπλέον, οι ΑΠΕ έχουν μηδενικό οριακό κόστος, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα, κι έτσι η ενεργειακή μετάβαση θα έχει θετικό αντίκτυπο και στις τιμές.

Οι δήμοι, οι περιφέρειες, αλλά και οι δημότες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην μετάβαση προς ένα μοντέλο οικονομίας χαμηλών ρύπων και φθηνότερης ενέργειας, ιδίως εντός ενός πλαισίου ιδιοκατανάλωσης, ή αυτοκατανάλωσης όπως συνήθως λέγεται.

Οι δημοτικές εκλογές θα μπορούσε να είναι εξαιρετική ευκαιρία να αναδειχθούν πολιτικά προτάγματα που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες προκλήσεις, όπως η ενεργειακή μετάβαση. Η ενεργειακή μετάβαση συνδέεται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφού συνεπάγεται την αυξημένη χρήση καθαρών πηγών ενέργειας, αλλά και με την ενεργειακή ασφάλεια, καθώς περισσότερες ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) σημαίνουν μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση. Επιπλέον, οι ΑΠΕ έχουν μηδενικό οριακό κόστος, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα, κι έτσι η ενεργειακή μετάβαση θα έχει θετικό αντίκτυπο και στις τιμές.

Οι δήμοι, οι περιφέρειες, αλλά και οι δημότες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην μετάβαση προς ένα μοντέλο οικονομίας χαμηλών ρύπων και φθηνότερης ενέργειας, ιδίως εντός ενός πλαισίου ιδιοκατανάλωσης, ή αυτοκατανάλωσης όπως συνήθως λέγεται.

Η ιδιοκατανάλωση λειτουργεί ως συμπλήρωμα ή αντίβαρο στο παραδοσιακά κυρίαρχο μοντέλο κατά τα οποίο η παραγωγή ενέργειας απαιτεί πολύ μεγάλες εγκαταστάσεις σε συγκεκριμένα σημεία, δυσθεώρητα κεφάλαια, και συνεπώς μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής. Η τεχνολογική πρόοδος κι η διείσδυση των ΑΠΕ επιτρέπει διάσπαρτη, αποκεντρωμένη παραγωγή, από πρακτικά οποιαδήποτε σημείο, και με μικρότερα κεφάλαια. Νομικά και φυσικά πρόσωπα, δημότες, νοικοκυριά, μικρές επιχειρήσεις, μπορούν να παράγουν ενέργεια και να την καταναλώνουν, εξοικονομώντας έτσι χρήματα, ή να την πωλούν, καθιστάμενοι οιονεί ερασιτέχνες προμηθευτές. Η πώληση μπορεί να γίνεται με 2 τρόπους: πρώτον, με όρους ελεύθερης αγοράς. Ο παραγωγός αναλαμβάνει στο πλαίσιο σύμβασης πώλησης ενέργειας (power purchase agreement, PPA) την υποχρέωση να προμηθεύει τον αντισυμβαλλόμενο με ενέργεια αντί συμφωνηθέντος αντιτίμου για χρονικό διάστημα π.χ. 10 ετών.

Δεύτερον, μπορεί ο ιδιοκαταναλωτής να εγχέει την ενέργεια που παράγει απ’ ευθείας στο κεντρικό δίκτυο, βάσει συμφωνίας με τον διαχειριστή του δικτύου. Εκ των 2 τρόπων, ο πρώτος δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στην Ελλάδα (ούτε στην Ευρώπη, πλην εξαιρέσεων), αν και προωθείται και κερδίζει έδαφος. Ο δεύτερος, όμως, ο λεγόμενος συμψηφισμός ενέργειας, ρυθμίζεται στην Ελλάδα, και μάλιστα με τρόπο ιδιαίτερα ευνοϊκό και επικερδή για τους επωφελούμενους, οι οποίοι λαμβάνουν την τιμή της λιανικής για όση ενέργεια εγχέουν στο δίκτυο, και όχι τιμή χαμηλότερη αυτής, όπως συμβαίνει σε πιο προηγμένα συστήματα συμψηφισμού. Επιπλέον, και κατ’ απαίτηση και νομοθεσίας της ΕΕ, επιτρέπεται και διευκολύνεται η σύσταση ενεργειακών κοινοτήτων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, οι οποίες παράγουν ενέργεια από ΑΠΕ και την εμπορεύονται ή την μοιράζουν στα μέλη τους προς κατανάλωση. Η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει και στις ενεργειακές κοινότητες (και στα μέλη τους) να επωφελούνται από συμψηφισμό ενέργειας, και μάλιστα με προνομιακούς όρους, ιδίως όταν η λειτουργία τους γίνεται επ’ ωφελεία ευάλωτων καταναλωτών ή δημοσίων κοινωφελών επιχειρήσεων.

Στο πλαίσιο των ανωτέρω, οι δήμοι μπορούν να επενδύσουν στην παραγωγή ρεύματος από ΑΠΕ για κάλυψη των αναγκών τους, κάτι που θα βελτιώσει την ποιότητα του περιβάλλοντος, θα ενισχύσει τη φήμη τους, και θα ελαφρύνει τον προϋπολογισμό τους. Πλεόνασμα ενέργειας που δεν θα καταναλώνεται μπορεί να εγχέεται στο δίκτυο και εντός πλαισίου συμψηφισμού να ελαφρύνει τους λογαριασμούς ευάλωτων δημοτών ή δημοτικών επιχειρήσεων. Δήμοι που θα επενδύσουν σε ΑΠΕ μπορούν επίσης να συμβληθούν με PPA και να συμφωνήσουν να πωλούν ενέργεια που παράγουν, εξασφαλίζοντας έτσι πόρους ή και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας

και επιχειρηματικότητας, εφόσον αντισυμβαλλόμενοι-αγοραστές της ενέργειας είναι τοπικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να έχουν ενέργεια σε σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές. Αντίστοιχα οφέλη σε μεγαλύτερη κλίμακα μπορεί να επιτευχθούν με συμφωνίες διαδημοτικής συνεργασίας, κατά τις οποίες πλέονες δήμοι ή και περιφέρειες ενώνουν δυνάμεις και προχωρούν σε κοινές δράσεις. Επιπλέον, δήμοι και δημοτικές επιχειρήσεις που θα ιδρύσουν ενεργειακές κοινότητες μπορούν τα επόμενα (λίγα) χρόνια να αξιοποιήσουν σημαντικές διευκολύνσεις ως προς τη διασφάλιση οικονομικής στήριξης για τις επενδύσεις παραγωγής ενέργειας. Και φυσικά η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των πολιτών και των επιχειρήσεων.

Ενόψει των εκλογών, είναι πολύ σημαντικό να αξιοποιηθούν τέτοιες δυνατότητες και ευκαιρίες, και να κατατεθούν ουσιαστικές προτάσεις που δυστυχώς λείπουν από τον πολιτικό διάλογο.

* Ο δρ. Θοδωρής Γ. Ηλιόπουλος είναι δικηγόρος, υπότροφος ερευνητής στο δίκαιο ενέργειας του Φλαμανδικού Ιδρύματος Έρευνας, και επισκέπτης καθηγητής στο ευρωπαϊκό δίκαιο περιβάλλοντος και ενέργειας στο Πανεπιστήμιο του Χάσσελτ, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και τη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. Επικοινωνία: theodoros.iliopoulos@uhasselt.be.

 

 

 

 

 

cover photo:kathimerini.gr

 

σ