Το καθεστώς περιβαλλοντικής ασυλίας του λιγνίτη.

24 07 2019 | 15:35

Η τροφοδοσία της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια βασίζεται εδώ και 60 και πλέον χρόνια στο λιγνίτη, του οποίου η αποκλειστική εκμετάλλευση ανήκει στη ΔΕΗ. Και ενώ τους τελευταίους μήνες μονοπωλεί την ενεργειακή επικαιρότητα η προσπάθεια άρσης του αποκλειστικού προνομίου της ΔΕΗ μέσω της αποτυχημένης αποεπένδυσης, λίγο έχει εξεταστεί ένα προνόμιο που διαχρονικά απολαμβάνει ο λιγνίτης, αυτό του καθεστώτος ασυλίας από την εφαρμογή των κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος. 

Προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής απαιτείται σειρά διαδικασιών και αδειών μέσω των αρμοδίων διοικητικών αρχών (συνήθως του Υπουργείου Περιβάλλοντος) που στοχεύουν μεταξύ άλλων στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, στην υγεία και στο κλίμα. Κατά τις διαδικασίες αυτές θα πρέπει να κατοχυρώνεται η άσκηση των δικαιωμάτων της περιβαλλοντικής δημοκρατίας σε συμμόρφωση με τη Σύμβαση του Άαρχους, δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα πληροφόρησης και συμμετοχής στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, και δικαστικού ελέγχου αυτών. Ο λιγνίτης όμως συστηματικά εξαιρείται από αυτές τις διαδικασίες διά της νομοθετικής οδού.

Παρακάμπτοντας την περιβαλλοντική νομοθεσία, το δικαστικό έλεγχο και τους πολίτες μέσω νομοθετικών αδειοδοτήσεων

Τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να υποκαθιστούνται στα αδειοδοτικά καθήκοντά  τους όσον αφορά στο λιγνίτη από τη Βουλή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγηση και ανανέωση διά νόμου μιας κοινής άδειας λειτουργίας για όλους τους λιγνιτικούς σταθμούς (πλην της Μελίτης), της λεγόμενης «Ενιαίας Άδειας Λειτουργίας». Σε αντίθεση με άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μπορούσαν οι λιγνιτικοί σταθμοί διά νόμου να συνεχίσουν τη λειτουργίας τους και ας μην διέθεταν επικαιροποιημένους περιβαλλοντικούς όρους όπως κανονικά απαιτεί η περιβαλλοντική νομοθεσία και σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει μεταξύ άλλων η οδηγία 2010/75/ΕΕ περί βιομηχανικών εκπομπών. 

Ο νομοθέτης βέβαια φρόντισε εν καιρώ να ρυθμίσει το πρόβλημα της απουσίας εν ισχύι περιβαλλοντικής άδειας. Με το νόμο 4014/2011 παράτεινε άδειες που η διάρκειά τους είχε εκπνεύσει υπό την προϋπόθεση ότι είχε κατατεθεί αίτημα ανανέωσης τους και για όσο διάστημα διαρκούσε η εξέταση του ζητήματος από τη Διοίκηση. Μέσω των νομοθετικών παρατάσεων αποφεύγονταν τεχνηέντως και η υποχρέωση επανεκτίμησης των επιπτώσεων της λειτουργίας των λιγνιτικών σταθμών στο περιβάλλον, στο κλίμα και στην υγεία μέσω της διεξαγωγής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) όπως απαιτείται από την σχετική οδηγία 2011/92/ΕΕ

Χάρη στις ανωτέρω αδιαφανείς τακτικές, όλες οι λιγνιτικές μονάδες λειτουργούσαν ή λειτουργούν από 3 έως 9 χρόνια με παρωχημένους περιβαλλοντικούς όρους, με πρωταθλήτριες τη Μελίτη (9 χρόνια) και τις Μεγαλόπολη Α και Β (7-11 χρόνια), ενώ πέρασαν τουλάχιστον 20 χρόνια χωρίς την διεξαγωγή νέων μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Η επιλογή των νομοθετικών αδειοδοτήσεων καθόλου τυχαία δεν είναι. Παρέχει το πλεονέκτημα του περιορισμού των αρχών της περιβαλλοντικής δημοκρατίας και ιδίως της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Μόνο οι πράξεις της διοίκησης υπόκεινται σε απευθείας δικαστικό έλεγχο όχι οι νόμοι. Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατη η προσφυγή κατά του νόμου που χορήγησε την Ενιαία Άδεια Λειτουργίας και ο έλεγχος της συμμόρφωσής της με την περιβαλλοντική νομοθεσία. Ούτε βέβαια υποβάλλονται σε δημόσια διαβούλευση οι σχετικές με το λιγνίτη αποφάσεις, όπως για παράδειγμα συνέβη με τις πρόσφατες ανανεώσεις/τροποποιήσεις των περιβαλλοντικών όρων των λιγνιτικών μονάδων.  

Οι ως άνω παραβάσεις εξετάζονται ήδη από την διεθνή Επιτροπή Συμμόρφωσης της Σύμβασης του Άαρχους, και αναμένονται σύντομα οι πρώτες διαπιστώσεις της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παράκαμψη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας προς όφελος του λιγνίτη απασχόλησε στο παρελθόν και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Συνήγορο του Πολίτη, οι συστάσεις των οποίων όμως προς τις αρμόδιες αρχές αγνοήθηκαν πλήρως.  

Η παράκαμψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η πιο πρόσφατη παράκαμψη του εθνικού και ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού δικαίου υπέρ του λιγνίτη αφορά στις παράνομες παρατάσεις λειτουργίας των εμβληματικών από άποψης ρύπων μονάδων Ι-ΙΙ του Αμύνταιου και ΙΙΙ-ΙV της Καρδιάς. Το Αμύνταιο εκλύει διοξείδιο του θείου έως και οκτώ φορές πάνω από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο,  ενώ οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου και μικροσωματιδίων της Καρδιάς ξεπερνούν τα ανώτατα όρια έως δύο και τρεισήμισι φορές αντίστοιχα. Οι σταθμοί λειτουργούσαν υπό το λεγόμενο «καθεστώς περιορισμένης διάρκειας», δηλαδή μιας προσωρινής-για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα- εξαίρεσης από τη συμμόρφωση με τα ανώτατα όρια εκπομπών της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Αγνοώντας παντελώς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ξεκάθαρη αρνητική απάντηση της σε σχετικό αίτημα της Ελλάδας, με κοινές υπουργικές αποφάσεις (ΚΥΑ) που ελήφθησαν το Νοέμβριο του 2018 για το Αμύνταιο και την 1η Ιουλίου 2019 για την Καρδιά, παρατάθηκε παρανόμως η λειτουργία των σταθμών. 

Χωρίς τις ΚΥΑ οι δυο μονάδες είτε θα έκλειναν είτε θα προχωρούσαν σε αναβαθμίσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να μειώσουν τις εκπομπές τους εντός των επιτρεπόμενων ορίων. Με τις ΚΥΑ αποφεύχθηκαν η παύση λειτουργίας των μονάδων και η οικονομική επιβάρυνση λόγω των αναβαθμίσεων, όχι όμως και η επιβάρυνση για το περιβάλλον, την υγεία των πολιτών και την εθνική οικονομία.  Όπως προκύπτει από την πρόσφατη μελέτη «Last gasp-The coal companies making Europe Sick», που χρησιμοποιεί μεθοδολογία και δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, για το έτος 2016 το μέσο κόστος για την υγεία στην Ελλάδα από τη χρήση λιγνίτη ανέρχεται περίπου στα 186 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία 130 εκατομμύρια αντιστοιχούν στην Καρδιά ΙΙΙ – IV και στο Αμύνταιο. 

Στοχεύοντας στην καθαρή και δίκαιη ενεργειακή μετάβαση

Η χορήγηση καθεστώτος περιβαλλοντικής ασυλίας μέσω της κρατικής παρέμβασης δίνει ανάσα ζωής στο λιγνίτη, επιβαρύνει όμως σημαντικά το περιβάλλον, την υγεία και την τσέπη των πολιτών. Οι διαρκείς παρακάμψεις της νομοθεσίας απλώς παρελκύουν την απανθρακοποίηση και την ενεργειακή μετάβαση της χώρας σε καθαρότερες και οικονομικότερες μορφές ενέργειας. Η μετάβαση αυτή είναι αναγκαία, επιβεβλημένη και άμεσα επικείμενη λόγω των υποχρεώσεων της χώρας μας ως μέλους της ΕΕ αλλά και λόγω των διεθνών δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση στην Συμφωνία των Παρισίων. Ήδη, τα περισσότερα Κράτη μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, προχωρούν σε ένα μέλλον χωρίς άνθρακα. 

Η Ελλάδα πρέπει να βαδίσει στον ίδιο δρόμο καταργώντας βαθμιαία το λιγνίτη και λαμβάνοντας μέριμνα για τη δίκαιη μετάβαση, δηλαδή τα μέτρα εκείνα που απαιτούνται για την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική ανάκαμψη των εξαρτημένων από το λιγνίτη περιοχών. Το πρώτο βήμα έγινε τον περασμένο Μάιο με την ίδρυση του Εθνικού Ταμείου για τη Δίκαιη Μετάβαση. 

Όποια κι αν είναι όμως η επιλογή της Ελλάδας για το ενεργειακό της μέλλον,  είναι απολύτως απαραίτητη η απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος και ο σεβασμός των αρχών της περιβαλλοντικής δημοκρατίας. 

Η Ελένη Διαμαντοπούλου είναι δικηγόρος στην περιβαλλοντική μη κερδοσκοπική οργάνωση ClientEarth. 

Στην ClientEarth χρησιμοποιούμε τη δύναμη του νόμου για να προστατεύσουμε τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Είμαστε διεθνείς δικηγόροι που στοχεύουμε σε πρακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των μεγαλύτερων παγκόσμιων περιβαλλοντικών προκλήσεων. Μαχόμαστε κατά της κλιματικής αλλαγής και υπέρ της προστασίας των ωκεανών και της άγριας ζωής, της ενίσχυσης της διακυβέρνησης των δασών και της υπευθυνότητας των επιχειρήσεων, της μεγαλύτερης διαφάνειας στις κυβερνήσεις. Πιστεύουμε ότι ο νόμος είναι ένα εργαλείο που μπορεί να φέρει θετικές αλλαγές. Από τα γραφεία μας στο Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, τη Βαρσοβία, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη και το Πεκίνο, εργαζόμαστε για την θεσμοθέτηση νόμων και την εφαρμογή τους. Και όταν οι νόμοι αυτοί παραβιάζονται, προσφεύγουμε στα δικαστήρια για την επιβολή τους.

- Η Ελένη Διαμαντοπούλου είναι δικηγόρος της ClientEarth

 

 

 

18 Ιουλίου 2019

energypress