Κρίση στην ενέργεια: Τι φταίει, η αγορά ή το κράτος...

10 01 2022 | 06:10

Μπορεί να φταίει για όλα η πανδημία; Η αλήθεια είναι ότι μετά την αισθητή συρρίκνωση της διεθνούς οικονομίας το 2020, οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης είχαν πυροδοτήσει απρόσμενα υψηλή ζήτηση για ενέργεια σε όλον τον κόσμο. Μέσα σε λίγους μήνες η τιμή χονδρικής για το πετρέλαιο στην Ευρώπη πολλαπλασιάστηκε, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Εκτός από την υψηλή ζήτηση υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες, που συμβάλλουν στην άνοδο των τιμών: μείωση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στις περισσότερες αγορές, οι περιορισμοί στις εξαγωγές από την πλευρά των παραγωγών, αλλά και η «αλμυρή» φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Σύμφωνα με το οικονομικό πόρταλ Verivox, το κόστος των νοικοκυριών για φυσικό αέριο έχει τριπλασιαστεί από τον Ιανουάριο του 2021. Στις αγορές άμεσης παράδοσης (spot), που διαπραγματεύονται βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, οι τιμές έχουν μάλιστα επταπλασιαστεί!

Σήμερα η τιμή της κιλοβατώρας έχει φτάσει τα 150 ευρώ, ενώ υπό ομαλές συνθήκες δεν ξεπερνά τα 10-25 ευρώ. Το Verivox υπολογίζει ότι για ένα νοικοκυριό με ετήσια κατανάλωση 20.000 κιλοβατώρες το κόστος για φυσικό αέριο τον Δεκέμβριο του 2021 κυμαίνεται γύρω στα 1.704 ευρώ, σε ετήσια βάση, ενώ στις αρχές του 2021 δεν ξεπερνούσε τα 1.162 ευρώ.

Σχεδόν 50% η αύξηση στο φυσικό αέριο, 40% στο πετρέλαιο

Εάν επιβεβαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις, θα πρόκειται για μία αύξηση της τάξης του 47%. «Το 2022 θα δούμε και νέες επιβαρύνσεις στις τιμές», υπενθυμίζει ο Τόρστεν Στορκ, συνεργάτης του Verivox.

«Από τον Ιανουάριο θα δούμε να ανεβαίνει, από τα 25 στα 30 ευρώ ανά τόνο, το ειδικό τέλος εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που επιβάλλεται στα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, ακριβαίνουν τα τέλη χρήσης δικτύου, μία επιβάρυνση την οποία οι πάροχοι ενέργειας κατά κανόνα μετακυλίουν στον καταναλωτή. Για τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2022 οι περισσότεροι πάροχοι ενέργειας έχουν ήδη προαναγγείλει αυξήσεις που φτάνουν το 23%, κατά μέσο όρο. Με ετήσια κατανάλωση 20.000 κιλοβατώρες η αύξηση αυτή συνεπάγεται πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση ύψους 339 ευρώ.

Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται στις τιμές του πετρελαίου θέρμανσης. Τον Ιανουάριο του 2021 η τιμή - εκτός των φόρων - για 100 λίτρα πετρέλαιο κυμαινόταν στα 49 ευρώ, ενώ σήμερα φτάνει τα 69 ευρώ. Πρόκειται για μία αύξηση 41%. «Η τιμή του πετρελαίου ακολουθεί κατά κανόνα τις τιμές των πρώτων υλών» τονίζει ο Τόρστεν Στορκ.

 

«Στη διάρκεια της πανδημίας είχαν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά. Αυτή τη στιγμή κυμαίνονται σε επίπεδα ανώτερα από εκείνα που είχαν διαμορφωθεί προ κρίσης. Με την αύξηση της φορολόγησης για το διοξείδιο του άνθρακα η ανοδική πορεία μάλλον θα συνεχιστεί». Τελικά και ο λογαριασμός για το ηλεκτρικό ρεύμα παίρνει την ανιούσα και αυξάνεται κατά 18,4% στην περίοδο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021. Για ένα νοικοκυριό με ετήσια κατανάλωση 4.000 κιλοβατώρες η αύξηση αυτή συνεπάγεται ένα επιπλέον κόστος 215 ευρώ, σε ετήσια βάση.

Μεγάλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις

Μία ευχάριστη είδηση: Στα τέλη του 2021 μειώθηκε από 6,5 στα 3,7 λεπτά ανά κιλοβατώρα το πάγιο τέλος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είχε επιβληθεί προ ετών στη Γερμανία με στόχο τη χρηματοδότηση αιολικών πάρκων και άλλων εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Για ένα νοικοκυριό τριών ατόμων με ετήσια κατανάλωση 4.000 κιλοβατώρες η μείωση αυτή εξοικονομεί 133 ευρώ, κατά μέσο όρο.

Την ίδια στιγμή ωστόσο τα τέλη χρήσης δικτύου σημειώνουν αύξηση-ρεκόρ 4%. Σημειώνεται ότι στη Γερμανία το μεγαλύτερο μέρος της τελικής τιμής οφείλεται σε φόρους, ειδικά τέλη και τέλη διέλευσης. Η ίδια η αγορά του καυσίμου και η διανομή της αντιστοιχεί μόλις στο 25% της τελικής τιμής. Με λίγα λόγια o πιο σημαντικός παράγοντας κόστους είναι το ίδιο το κράτος.

Στο πρόσφατο παρελθόν πολλοί καταναλωτές είχαν καταφύγει στη λύση ενός εναλλακτικού ή discount παρόχου. Ωστόσο τελευταία πολλοί από αυτούς τους παρόχους κηρύσσουν πτώχευση, καθώς είχαν προσελκύσει πελάτες με ιδιαίτερα χαμηλά τιμολόγια και δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος για αγορές άμεσης παράδοσης. Σε αυτή την περίπτωση ο καταναλωτής δεν μένει βέβαια χωρίς ρεύμα.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία μεταφέρεται αυτομάτως στον βασικό πάροχο της περιοχής του, που συνήθως είναι μία δημοτική επιχείρηση. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση εντάσσεται συνήθως στο τιμολόγιο για νέους πελάτες, που είναι μάλλον «τσιμπημένο».

Για παράδειγμα, στη δημοτική επιχείρηση Rheinenergie της Κολωνίας ο παλαιός πελάτης πληρώνει 30,76 λεπτά ανά κιλοβατώρα, ενώ ο νέος πελάτης 72,8 λεπτά. Ο λόγος για τη δυσμενή αυτή μεταχείριση: μόνο στην Κολωνία υπολογίζεται ότι η χρεοκοπία εναλλακτικών παρόχων αφορά δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές. Εάν όλοι αυτοί αναζητήσουν νέο πάροχο στη δημοτική επιχείρηση, τότε εκείνη θα πρέπει να καταβάλει ένα ιδιαίτερα αυξημένο κόστος στις αγορές άμεσης παράδοσης για να εξασφαλίσει γρήγορα μία ποσότητα ενέργειας, την οποία μέχρι πρότινος δεν θεωρούσε απαραίτητη.

Αυξημένο κόστος και για βιομηχανικούς πελάτες

Μεγάλες αυξήσεις περιμένουν και τους βιομηχανικούς πελάτες. Πολλοί είχαν καταφύγει σε εναλλακτικούς παρόχους ή απέφευγαν να δεσμευθούν με μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt αναφέρει το ακραίο παράδειγμα μικρομεσαίας επιχείρησης από το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, με ετήσιο τζίρο 2 δις ευρώ.

«Ήταν τόσο μεγάλη η άνοδος της τιμής στο τρίτο τρίμηνο της χρονιάς, που σκεφτήκαμε ότι αποκλείεται να αυξηθεί κι άλλο», λέει ο εκπρόσωπος της επιχείρησης, για να παραδεχθεί στη συνέχεια ότι «έπαιξε κι έχασε» στην επιλογή παρόχου, με αποτέλεσμα ο τελικός λογαριασμός για τα εργοστάσια της επιχείρησης στη Γερμανία να ανέρχεται πλέον γύρω στα πέντε εκατομμύρια ευρώ. Τα προηγούμενα χρόνια το αντίστοιχο ποσό δεν ξεπερνούσε τα τρία εκατομμύρια ευρώ. Αποτέλεσμα: όλο και περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ζητούν κρατική βοήθεια για να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη συγκυρία.

(Deutsche Welle)

1