Ο ιστός της Ελληνικής ΑΟΖ: Πως φθάσαμε στο «Casus Belli»

Εισαγωγή

Σε πρόσφατο άρθρο περιγράφηκε η παρούσα κατάσταση των επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) από παράκτια κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο, σε χάρτες με ψηφιακή επεξεργασία βάσει δημοσιευμένων γεωγραφικών συντεταγμένων ή επισήμων χαρτών. Στο παρόν άρθρο περιγράφονται οι κανόνες οριοθέτησης του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (ΔΔΘ) που εφαρμόσθηκαν σε πρώτη φάση πριν τεθεί σε ισχύ η συνθήκη Montego Bay, και εξετάζεται πως φθάσαμε το 1995 στο τουρκικό «Casus Belli». Για την καλλίτερη κατανόηση αναπτύσσονται και απεικονίζονται επίσης ωκεανογραφικοί όροι και τα όρια θαλάσσιων ζωνών.

Μέχρι και το 19ο αιώνα η έμφαση στο δίκαιο της θάλασσας ήταν στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα για την εξυπηρέτηση του εμπορίου και των ναυτικών επιχειρήσεων, παράλληλα με τον έλεγχο των παράκτιων χωρικών υδάτων. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ανάπτυξη της αεροπορίας και της θαλάσσιας τεχνολογίας, αλλά και την επέκταση της αλιείας σε μεγαλύτερες αποστάσεις, καθώς και τη διαφαινόμενη αύξηση αναγκών σε πετρέλαιο, τα κράτη διεύρυναν τα χωρικά ύδατα και αντίστοιχα την πλήρη κυριαρχία τους, τα περισσότερα μέχρι τα 12 μίλια. Έτσι, επέκτειναν στην ίδια απόσταση  τον παράκτιο εναέριο χώρο και τα αποκλειστικά δικαιώματά τους στους φυσικούς πόρους της θαλάσσιας στήλης, του πυθμένα  και υποθαλάσσια κάτω από αυτόν.

Το 1958 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών κωδικοποιήθηκε για πρώτη φορά το Δίκαιο της Θάλασσας με τις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης  για:

  • τα Χωρικά Ύδατα (Αιγιαλίτιδα Ζώνη) και τη Συνορεύουσα Ζώνη (the territorial sea and contiguous zone),
  • την Ανοικτή Θάλασσα (high seas)
  • την Αλιεία και τη Διατήρηση των Ζώντων Πόρων της Ανοικτής Θάλασσας (conservation of biological resources of the sea)
  • και την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (continental shelf).

Οι παραπάνω συμβάσεις της Γενεύης ετέθησαν σε ισχύ αντίστοιχα το 1964, το 1962, το 1966 και το 1964, αλλά άφησαν ανοικτά δύο θέματα, τα όρια  αλιείας και των θαλασσίων ζωνών. Στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών στην ονοματολογία των νομικών θαλασσίων ζωνών χρησιμοποιήθηκαν γεωμορφολογικοί  όροι, όπως η Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα, αλλά με διαφορετικό χωρικό περιεχόμενο, πράγμα που εξακολουθεί να δημιουργεί σύγχυση, αλλά αδικαιολόγητα θα έλεγα.

Ήδη το πρώτο άρθρο της σύμβασης της Γενεύης του 1958 για την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα προσδιορίζει την νομική έννοια της υφαλοκρηπίδας πέραν των χωρικών υδάτων, αποδίδει υφαλοκρηπίδα και στα νησιά και δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους στους φυσικούς πόρους του πυθμένα και του υπεδάφους της υφαλοκρηπίδας.

 

Η υφαλοκρηπίδα ως όρος στη γεωλογία και στο Διεθνές Δίκαιο

Η επιλογή του γεωλογικού όρου υφαλοκρηπίδα με νομικό περιεχόμενο ήταν σκόπιμη και μελετημένη για την οριοθέτηση ανεξάρτητα από τις γεωμορφολογικές συνθήκες του πυθμένα που ποικίλλουν έντονα και σε κάποιο βαθμό δεν είναι πάντοτε γνωστές. Το θέμα απασχόλησε τους νομικούς πολύ ενωρίς, όπως φαίνεται από προφητικό  άρθρο του 1955 ( D. H. N. Johnson, The Legal Status of the Sea-Bed and Subsoil) που επισημαίνει την ταχύτητα εξέλιξης της τεχνολογίας, αλλά και των αναγκών σε πρώτες ύλες λόγω αύξησης του πληθυσμού της γης, πεδία στα οποία θα έπρεπε να προηγηθεί το Διεθνές Δίκαιο έγκαιρα. Όσον αφορά την «επιστημονική» ορολογία, ο Johnson αναφέρει ως ανάλογο παράδειγμα για σύγκριση την «αρχή της ελευθερίας των θαλασσών» και θεωρεί κοντόφθαλμη τη τροποποίηση όρων του Διεθνούς Δικαίου που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν με επιτυχία, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί με συντριπτικά στοιχεία ότι αυτή η αρχή δεν συμβάλλει πλέον, όπως παλιά, στην ανθρώπινη ευημερία και ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι απαραίτητες για το γενικό συμφέρον της ανθρωπότητας.

Αναφορά στη γεωλογική υφαλοκρηπίδα με τον όρο ‘shelf’ γίνεται έμμεσα στη παράγραφο 3 του άρθρου 76, στον ορισμό του υφαλοπλαισίου (continental margin):  ‘The continental margin comprises the submerged prolongation of the land mass of the coastal State, and consists of the seabed and subsoil of the shelf, the slope and the rise. It does not include the deep ocean floor with its oceanic ridges or the subsoil thereof’. Ο ορισμός αυτός αντιστοιχεί από πλευράς χώρου και στον γεωλογικό όρο ‘continental margin’ και θα ήταν μια διέξοδος στην φαινομενική αντίφαση να θεωρείται η γεωλογική υφαλοκρηπίδα ως «‘inner shelf’ of the legally broader continental shelf».

Υπέρ της ορθότερης χρήσης του όρου στο Διεθνές Δίκαιο παρά στη γεωλογία θα συνηγορήσουμε από μια άλλη σκοπιά. Στον όρο υφαλοκρηπίδα, ενυπάρχει η κρηπίδα  ή κρηπίδωμα, όρος σε πρώτη χρήση στη θεμελίωση των αρχαίων Ελληνικών ναών. Το κρηπίδωμα αποτελεί τη θεμελίωση του ναού που εξέχει από την επιφάνεια του εδάφους και αποτελείται από τρία κλιμακωτά επίπεδα, από τα οποία το κατώτερο ονομάζεται ευθυντηρία και αντιστοιχεί στο ηπειρωτικό ανύψωμα (continental rise) και το ανώτερο στυλοβάτης και αντιστοιχεί στη γεωλογική υφαλοκρηπίδα (inner shelf). Συνεπώς, η διεύρυνση της εννοίας continental shelf στο δίκαιο της θάλασσας είναι ορθότερη, γιατί αποδίδει την κλιμακωτή δομή του υφαλοπλαισίου, της υποθαλάσσιας δηλαδή προέκτασης της ξηράς στον ωκεάνιο πυθμένα.

Διατηρούμε όμως σοβαρή επιφύλαξη για την απόδοση στα ελληνικά των όρων ηπειρωτικό ανύψωμα και υφαλοπλαίσιο και προτείνουμε για συζήτηση αντίστοιχα τους όρους ηπειρωτικός αναβαθμός για τη ράμπα των ιζημάτων που μας ανεβάζει στο υφαλοπρανές και ηπειρωτικό περιθώριο για τη μεταβατική ζώνη μεταξύ του ηπειρωτικού και του ωκεάνιου φλοιού. Η μετάβαση αυτή είναι σαφέστερη στο ηπειρωτικό ανύψωμα, όπου θαλάσσια ιζήματα προερχόμενα από την διάβρωση της ξηράς έχουν αποτεθεί επί τυπικού ωκεάνιου φλοιού, όπως φαίνεται στην Εικόνα 6. Εξ άλλου, η ανώτερη βαθμίδα του υφαλοπλαισίου είναι συστατικό τμήμα του υφαλοπρανούς που διαμορφώθηκε από τη διάβρωση της ξηράς στις παγετώδεις περιόδους, όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν περί τα 150 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή. Έτσι εξηγείται και το οριακό βάθος της γεωλογικής υφαλοκρηπίδας που ορίζεται συμβατικά στα διακόσια μέτρα.

 

Η «ουτοπία» της υφαλοκρηπίδας στο άρθρο 76 ΔΔΘ

Με τη πληρέστερη γνώση της υποθαλάσσιας γεωλογίας και του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου, με έμφαση πάντοτε στους υδρογονάνθρακες και τις τεχνολογικές δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης αυτών, η διάκριση των θαλασσίων ζωνών έγινε συγκεκριμένη και τολμηρότερη. Με το ισχύον δίκαιο της θάλασσας που κωδικοποιήθηκε το 1982 και τέθηκε σε εφαρμογή το 1994, γνωστό ως Σύμβαση Montego Bay, αναγνωρίζονται θαλάσσιες ζώνες με διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των κρατών. Η θεσμοθέτηση της ΑΟΖ με ανώτερο όριο τα διακόσια μίλια από την ακτογραμμή γίνεται χωρίς αναφορά σε γεωλογικούς ή ωκεανογραφικούς όρους, οι οποίοι εισάγονται στο άρθρο 76 μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας   πέραν των διακοσίων μιλίων στις ανοικτές θάλασσες. Στις νομικές μελέτες υπάρχει σταθερή αναφορά σε ωκεανογραφικούς όρους (υφαλοπρανές, ηπειρωτικό ανύψωμα, υφαλοπλαίσο  κλπ) χωρίς να αναφέρεται τυπικός τόπος εμφάνισης, εξ και η «ουτοπία» του υπότιτλου. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι πρόκειται για καθολική τυπική διαδοχή, χωρίς να διευκρινίζεται ότι οι ωκεανογραφικοί όροι αυτοί στο Διεθνές Δίκαιο ισχύουν σε ειδικές μόνο γεωλογικές συνθήκες και συγκεκριμένα σε ανοικτές θάλασσες σε ακτογραμμές Ατλαντικού τύπου.

Για την κατανόηση της ειδικής αυτής περίπτωσης θα θυμίσουμε τις λιθοσφαιρικές πλάκες που μπορεί να αποκλίνουν, όπως στον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου οι ήπειροι απομακρύνονται εκατέρωθεν της Μεσο-Ατλαντικής ράχης, να συγκλίνουν όπως στη Νότιο και Κεντρική Αμερική, ή να μετακινούνται κατά μήκος ρηγμάτων του τύπου του Αγίου Ανδρέα στη Καλιφόρνια (Εικόνα1).

l

Εικόνα 1. Οι λιθοσφαιρικές πλάκες και τα όριά τους κατά κατηγορία (Divergent: αποκλίνοντα Ατλαντικού τύπου, Convergent: συγκλίνοντα Ειρηνικού τύπου , Transform faults: ρήγματα τύπου Αγίου Ανδρέα. Evidence of Plate Motions, National Park Service, USA.

Από τον τύπο της ακτογραμμής εξαρτάται το εύρος του υφαλοπλαισίου. Επεκτείνεται σε εκατοντάδες μίλια στις ακτογραμμές Ατλαντικού τύπου, ενώ είναι περιορισμένο στις ακτογραμμές Ειρηνικού τύπου, λόγω της άμεσης γειτονίας βαθιάς ωκεάνιας τάφρου (trench στην Εικόνα 2). Ως αποτέλεσμα, στις πρώτες τα ιζήματα τα οποία φιλοξενούν τους υδρογονάνθρακες αναπτύσσονται σε σημαντικά μεγαλύτερη απόσταση από την ακτογραμμή, πράγμα που συνεπάγεται οικονομικό ενδιαφέρον για φυσικούς πόρους σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση. Γι’ αυτό και το άρθρο 76 της Σύμβασης Montego Bay, το οποίο στη πράξη αφορά αποκλειστικά ακτογραμμές Ατλαντικού τύπου, χωρίς αυτό να αναφέρεται ρητά, προβλέπει με όρους επέκταση της υφαλοκρηπίδας πέραν της ΑΟΖ μέχρι τα 350 μίλια.

 

k

Εικόνα 2. Τομή υπό κλίμακα από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ μέχρι την Αφρικανική ακτή για την γεωμορφολογική διαφοροποίηση των ωκεάνιων ακτογραμμών (Plate Tectonics, South Carolina, Geological Survey, σελ. 34).

Η χωρική αλληλουχία των ζωνών στις ωκεάνιες ακτογραμμές Ατλαντικού τύπου συνοψίζεται στις Εικόνες 3 έως 6. Ειδικότερα στην Εικόνα 6 φαίνεται επίσης η σχέση ηπειρωτικού και ωκεάνιου φλοιού.

j

Εικόνα 3. Οι θαλάσσιες ζώνες σε τομή και η μορφολογία του υφαλοπλαισίου (continental margin) σε ακτογραμμή Ατλαντικού τύπου (Commission on the Limits of the Continental Shelf).

 

h

 

Εικόνα 4. Οι κύριες θαλάσσιες ζώνες ακτογραμμής Ατλαντικού τύπου σε τομή και τα αντίστοιχα άρθρα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea- UNCLOS). National Oceanography Centre, United Kingdom.

g

Εικόνα 5. Οι κύριες θαλάσσιες ζώνες της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας σε κάτοψη, σε ακτογραμμή Ατλαντικού τύπου. HOUSE OF LORDS, International Relations and Defence Committee,  HL Paper 159, Page 13.

h

Εικόνα 6. Οι θαλάσσιες ζώνες σε ακτογραμμή Ατλαντικού τύπου σε τομή, στην οποία σημειώνεται η σχέση ηπειρωτικού και ωκεάνιου φλοιού. Γιάννης Βογιατζής.

 

Επιγραμματική αναφορά στο Δίκαιο της Θάλασσας

Με τη συνθήκη Montego Bay του 1982 (UNCLOS ) και σε σχέση με την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα θεσμοθετήθηκε ότι όλες οι παράκτιες χώρες και τα νησιά έχουν νομική Υφαλοκρηπίδα. Στις ωκεάνιες ακτές  φθάνει μέχρι τα διακόσια ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή και μπορεί να επεκτείνεται και  πέραν των 200 μιλίων (extended continental shelf της Εικόνας 5). Προβλέπεται επίσης μέθοδος για τον προσδιορισμό των εξωτερικών ορίων Υφαλοκρηπίδας από τις ωκεάνιες ακτογραμμές.

Επίσης, θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά στη Συνθήκη του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 ο θεσμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ο οποίος προέκυψε από τις συντονισμένες διεκδικήσεις, κυρίως των κρατών της Λατινικής Αμερικής και αργότερα των Αφρικανικών κατά τη δεκαετία του ’70, για επέκταση των δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών έως και 200 μίλια από τις ακτές τους. Στην ΑΟΖ η παράκτια χώρα έχει αποκλειστικά δικαιώματα στους φυσικούς πόρους στη θαλάσσια στήλη, τον πυθμένα και το υπέδαφος, ενώ στην Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα η χώρα έχει αποκλειστικά δικαιώματα στην έρευνα και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πυθμένα και του υπεδάφους.

Θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην ΑΟΖ και την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα είναι ότι τα δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας υφίστανται αυτοδικαίως και εξ υπαρχής (ipso facto και ab initio) και επομένως δεν απαιτείται η ρητή θέσπισή τους. Αντίθετα, για  την θέσπιση της ΑΟΖ απαιτείται διακήρυξη του παράκτιου κράτους.

 Στην εισαγωγή αυτή περιοριζόμαστε σε επιγραμματική αναφορά στο Δίκαιο της Θάλασσας χάριν της συνοχής και πληρότητας του κειμένου, καθώς  η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας είναι ένα σύνθετο θέμα, προσφιλές σε εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και σε μεταπτυχιακές σπουδές και διατριβές. Για όσους από το χώρο των θετικών επιστημών ενδιαφέρονται για γενικότερη ενημέρωση προτείνονται ως πρώτο βήμα οι δημοσιεύσεις των Λαπατσιώρα (Α, Β, Γ), Καρυώτη (Η αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2020) και η διατριβή της Κ. Καράτερζη. Η τελευταία, από τη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με επιβλέποντα τον καθηγητή Μ. Σαρηγιαννίδη, αναφέρεται στη συμβολή του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης της Χάγης στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, τη σημασία του δικαίου των οριοθετήσεων για τις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και παρέχει πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Επόμενο βήμα εμβάθυνσης η διδακτορική διατριβή του Βενιαμιν Ι. Καρακωστάνογλου, επίσης από τη Νομική του Αριστοτελείου, πραγματεύεται το ιστορικό της προέλευσης και της διαμόρφωσης της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με έμφαση στο νομικό καθεστώς στην Αλιεία.

Εξαιρετικά σημαντική για την τεκμηρίωση και προβολή των ελληνικών θέσεων είναι η διαδικτυακή ομιλία του Προκόπη Παυλόπουλου που διοργάνωσε η «AHEPA-HELLAS» την 28η Μαΐου 2021 με θέμα: «Το καθεστώς των Θαλάσσιων Ζωνών της Ελλάδας κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση Montego Bay του 1982)». Η ομιλία μεταδόθηκε και στις ΗΠΑ, αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και δημοσιεύθηκε.

 

Ουσιαστικός είναι βέβαια ο ρόλος των εμπειρογνωμόνων και ο Άγγελος Συρίγος το έκανε πράξη στην έκδοση Άγγελος Συρίγος – Θάνος Ντόκος, 60 χάρτες που εξηγούν τις διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας. Συνεργάστηκε με μια σειρά από εμπειρογνώμονες και την επιμέλεια των χαρτών είχε ο Δημήτριος Δαγρές, χαρτογράφος, επίτιμος Διευθυντής Χαρτογραφίας της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Η ανάλυση και υλοποίηση οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών και συνόρων είναι το αντικείμενο διδακτορικής διατριβής του Χρήστου Καστρισίου στο ΕΜΠ με επιβλέποντα τον καθηγητή Λύσανδρο Τσούλο, τον οποίο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ως μηχανικό της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, όταν εργαζόμουν στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων. Η εύληπτη αυτή μελέτη είναι ουσιαστικός οδηγός κατανόησης πριν από την εφαρμογή έτοιμων προγραμμάτων.

Το σημείο αυτό προσφέρεται για να υπογραμμισθεί η συμβολή των Πανεπιστημίων μας στην έρευνα των σύνθετων και πολυδιάστατων προβλημάτων που ανακύπτουν στη εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας.

 

Οριοθετήσεις Ελληνικού ενδιαφέροντος

           Οι συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία

 

Η πρώτη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας  για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Ιονίου έγινε το 1977, βάσει της αρχής της μέσης γραμμής, με μικρές μόνο αποκλίσεις που συμφώνησαν τα δύο μέρη. Το 2020 επικυρώθηκε αυτούσιο το όριο της συμφωνίας του 1977, συμφωνήθηκε  ως σύνορο για όλες τις θαλάσσιες ζώνες των δύο κρατών και η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας έγινε δεκτή ως εφαρμοστέο δίκαιο. Η νέα διμερής συμφωνία του 2020 «μετέτρεψε την παλαιά σε μια σύμβαση πολλαπλού σκοπού, άρα και ΑΟΖ».

Η ελληνοϊταλική συμφωνία του 2020 εφάρμοσε τυπικά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και υπήρξε υπόδειγμα για την επίλυση διαφορών στην περιοχή. Σημειώνεται βέβαια ότι υπήρξαν μακρές διαπραγματεύσεις και εύλογοι συμβιβασμοί για την επίτευξη συμφωνίας. Σημαντικό πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά είναι ότι η συμφωνία αναγνωρίζει τα δικαιώματα των νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ιδιαίτερα μάλιστα διότι οι γραμμές βάσης για τη χάραξη της μέσης γραμμής ορίσθηκαν στο δυτικό μέτωπο των ελληνικών νησιών και  όχι στην ηπειρωτική ακτή. Για αναλυτικότερη περιγραφή παραπέμπουμε στη Καράτερζη (2021, σελ. 16-18).

 

Οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας Λιβύης-Μάλτας

Μετά την συμφωνία Ελλάδος-Ιταλίας του 1977 και πριν την έναρξη ισχύος της Σύμβασης Montego Bay, μεσολάβησε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης μεταξύ Λιβύης και Μάλτας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η περίπτωση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διαδικασία της προσφυγής, το σκεπτικό των δύο μερών και την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαίου (ΔΔΔ), αλλά και για τη  γεωγραφική συνάφεια (geographical context) νήσων και ηπειρωτικής ακτής που είναι ανάλογη της γεωγραφικής σχέσης των νησιών του Αιγαίου και της Τουρκίας ή της Κρήτης και της Αιγύπτου ή της Λιβύης. Η Λιβύη και η Μάλτα συμφώνησαν να προσφύγουν στο ΔΔΔ το 1972 και κατέθεσαν τις προτάσεις τους ταυτόχρονα το 1982. Τα επιχειρήματα της Λιβύης εστιάζουν στην υποθαλάσσια γεωμορφολογία, τα μήκη των ακτογραμμών και την ευθυδικία και συνοψίζονται ως εξής.

Η οριοθέτηση θα πρέπει να γίνει με εφαρμογή της αρχής της ευθυδικίας (επιείκειας). Να ληφθεί υπόψιν η φυσική προέκταση της ξηράς στην υποθαλάσσια περιοχή ως  βασικός τίτλος στις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που ανήκουν σε κάθε χώρα. Η οριοθέτηση θα πρέπει να γίνει έτσι ώστε να αποδοθεί σε κάθε μέρος το μέγιστο της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας που αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης ξηράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα κριτήριο οριοθέτησης προκύπτει από την αρχή της φυσικής προέκτασης της ξηράς, διότι υφίσταται θεμελιώδης ασυνέχεια στον πυθμένα της θάλασσας και στο υπέδαφος, η οποία διαιρεί τις περιοχές της υφαλοκρηπίδας σε δύο φυσικές προεκτάσεις των αντίστοιχων χερσαίων περιοχών των δύο μερών.

Σύμφωνα πάντα με τη Λιβυκή πρόταση, οι αρχές ευθυδικίας δεν επιτρέπουν ένα κράτος που κατέχει περιορισμένη ακτογραμμή να αντιμετωπίζεται ως εάν κατείχε εκτεταμένη. Στη συγκεκριμένη γεωγραφική κατάσταση απαιτείται να ληφθεί υπόψιν στην οριοθέτηση η σημαντική διαφορά στα μήκη των αντίστοιχων ακτογραμμών. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει να αντανακλά σε ένα λογικό βαθμό αναλογικότητας τα μήκη των ακτογραμμών σύμφωνα με τις αρχές ευθυδικίας.

Τα επιχειρήματα της Μάλτας ήταν εύλογα και αυτονόητα. Ζητούν ευθύδικη λύση με εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του διεθνούς δικαίου και επίσης να τηρηθεί στην πράξη η μέση γραμμή από τις ευθείες βάσης.

Η απόφαση του ΔΔΔ, με δεκατέσσερις ψήφους προς τρείς, βασισμένη σε εκτενές σκεπτικό, περιλαμβάνει σύνοψη των κανόνων και των αρχών που ελήφθησαν  υπόψη (A-C) και την απόφαση (D).

Α. Η οριοθέτηση θα πρέπει να καταλήξει σε ευθύδικο αποτέλεσμα, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις σχετικές συνθήκες και τον περιορισμό ότι η υφαλοκρηπίδα κάθε μέρους δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200 μίλια από την ακτή. Σημειώνεται επίσης ότι η αρχή της φυσικής προέκτασης, με τη φυσική έννοια, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο οριοθέτησης των περιοχών υφαλοκρηπίδας.

Β. Οι συνθήκες και οι παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν για την επίτευξη ευθύδικης οριοθέτησης στην παρούσα περίπτωση είναι οι ακόλουθες:

(1) η γενική διάταξη (configuration) των ακτών, η  ενάντια θέση μεταξύ τους (oppositeness), και η σχέση τους στο γενικότερο γεωγραφικό πλαίσιο,

(2) η μεγάλη διαφορά στα μήκη των ακτών και η μεταξύ τους απόσταση,

(3) η ανάγκη αποφυγής υπερβολικής δυσαναλογίας μεταξύ της έκτασης των περιοχών υφαλοκρηπίδας των παράκτιων κρατών και του μήκους των ακτών εκάστου, μετρούμενο στη γενική διεύθυνση των ακτογραμμών.

C. Μπορεί να επιτευχθεί ευθύδικο αποτέλεσμα χαράσσοντας σε πρώτη φάση τη μέση γραμμή και η γραμμή αυτή να προσαρμοσθεί υπό το φως των συνθηκών και παραγόντων που προαναφέρθηκαν.

D. Βάσει αυτών αποφασίστηκε η προσαρμογή της μέσης γραμμής της προηγούμενης παραγράφου να γίνει με παράλληλη μετάθεση αυτής προς βορρά κατά 18' γεωγραφικού πλάτους, ή κατά 18 μίλια, ώστε να τέμνει το μεσημβρινό 15° 10' Ανατολικά περίπου σε γεωγραφικό πλάτος 34 ° 30' Βόρεια. Αυτή η μετατοπισμένη γραμμή θα είναι η γραμμή οριοθέτησης μεταξύ των περιοχών ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας των δυο μερών.

Από το παραπάνω σκεπτικό έμμεσα προκύπτει ότι η  υφαλοκρηπίδα έγινε αντιληπτή με διαφορετική έννοια στην  απόφαση του ΔΔΔ και στις προτάσεις της Λιβύης, τη νομική και τη γεωλογική αντίστοιχα. Το συμπέρασμα είναι ότι από τα φυσικά κριτήρια προέχουν η γεωγραφική διαμόρφωση (geographic configuration), τα μήκη των ακτογραμμών και οι αποστάσεις τους. Αντίθετα, η γεωμορφολογία του πυθμένα δεν λαμβάνεται υπόψη όταν η γεωγραφική διαμόρφωση δεν επιτρέπει εύρος υφαλοκρηπίδας μεγαλύτερο από διακόσια μίλια σε καμία πλευρά. Από πλευράς αρχών προέχει η ευθυδικία του αποτελέσματος, η αναλογικότητα μήκους ακτογραμμών και επιφάνειας υφαλοκρηπίδας και οπωσδήποτε η αποφυγή υπερβολικής δυσαναλογίας. Μεθοδολογικά, η οριοθέτηση μπορεί να γίνει σε πρώτη φάση βάσει της μέσης γραμμής και στη συνέχεια να τροποποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες.

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τη περίπτωση ανοικτών ωκεάνιων ακτογραμμών Ατλαντικού τύπου, όπου σύμφωνα με τη σύμβαση Montego Bay του 1982 επιτρέπεται επέκταση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας πέραν των διακοσίων μιλίων της ΑΟΖ και στη περίπτωση αυτή για την οριοθέτηση του απώτερου  ορίου υφαλοκρηπίδας λαμβάνονται υπόψη γεωλογικές και γεωμορφολογικές παράμετροι. Στη περίπτωση αυτή όμως δεν υπάρχει διεκδίκηση από ενάντια πλευρά.

Στο  Αιγαίο είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας είναι εκτός των διατάξεων  του Δικαίου της Θαλάσσης, ιδιαίτερα μάλιστα όσον αφορά την υποτιθέμενη προέκταση της  τουρκικής χέρσου στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και την άρνηση ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας στα νησιά.

Η μεθοδολογία οριοθέτησης που εφαρμόσθηκε στη περίπτωση Λιβύης-Μάλτας επιβεβαιώθηκε και σε μεταγενέστερες διαιτησίες με τις ακόλουθες φάσεις.

  1. Σε πρώτη φάση χαράσσεται προσωρινή γραμμή οριοθέτησης με γεωμετρικές μεθόδους.
  2. Σε δεύτερη φάση εξετάζεται αν υπάρχουν  γεωγραφικοί παράγοντες και ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν τροποποίηση και προσαρμόζεται το προσωρινό όριο και
  3. Τέλος εξετάζεται η ευθυδικία του τροποποιηθέντος ορίου βάσει της αρχής της αναλογικότητας επιφάνειας ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας / μήκους ακτογραμμών για την τελική μετάθεση του ορίου (Καράτερζη, 2021, σελίς 17).

 

Η άτακτη φυγή της Τουρκίας από το Δικαστήριο της Χάγης

Όπως αναλύει ο Παυλόπουλος, «Το 1975 συμφωνήθηκε μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ότι η μία, και μόνη, διαφορά  μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήτοι η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, έπρεπε ν’ αχθεί προς επίλυση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Μετά την κατάθεση της προσφυγής, και μπροστά στην εμφανή προοπτική δικαίωσης των θέσεων της  Ελλάδας κατά το Διεθνές Δίκαιο, η Τουρκία υπαναχώρησε προκλητικώς. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν προχώρησε στην ουσία της εκδίκασης της υπόθεσης, πλην όμως η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επικαλείται, ως νομολογιακό προηγούμενο υπέρ αυτής, τουλάχιστον το σκεπτικό αρ. 29 της Διάταξης (Ordonnance) του Δικαστηρίου τούτου της 11ης Σεπτεμβρίου 1976, σύμφωνα με το οποίο: «Είναι προφανές ότι μονομερείς παραχωρήσεις από ένα κράτος ή έρευνες που γίνονται μονομερώς από το κράτος αυτό σε αμφισβητούμενες περιοχές, δεν δημιουργούν κανένα νέο δικαίωμα υπέρ αυτού ούτε στερούν το άλλο κράτος από τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματά του». 

Από την 8η Ιουνίου 1995 υπάρχει το παράνομο «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, δηλαδή αμέσως μετά την θέση σε ισχύ του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, όπως κωδικοποιήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 ( Π. Παυλόπουλος, σελίς 72). Και καταλήγει ότι «με βάση την τακτική της Τουρκίας είναι σκόπιμο η Ελλάδα να προσανατολίζεται περισσότερο προς την προοπτική πλήρους άσκησης του ως άνω δικαιώματός της για την ολοκληρωμένη επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 μίλια, παρά ν’ αγωνίζεται μόνο για την άρση του παντελώς αυθαίρετου «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995».

 

Η νομική θεμελίωση της απόφασης περί «casus belli» πάσχει από ουσιαστικής πλευράς, όπως τεκμηριώνει ο Γεώργιος Γεννηματάς (Ακόμη και με δανεικό στυλό γράφεται η ιστορία, σελ. 280-284, ΚΑΚΤΟΣ, 2022). Οι Τούρκοι τοποθετούν τη βάση της απόφασης αυτής στο άρθρο του Τουρκικού Συντάγματος περί «κηρύξεως κατάστασης πολέμου» στις περιπτώσεις που τούτο θεωρείται νόμιμο από το Διεθνές Δίκαιο. Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί ρητή συνταγματική επιταγή, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τηρήθηκε, αφού η επέκταση των χωρικών υδάτων όχι μόνο δεν αντιβαίνει στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά αντίθετα είναι σύμφωνη με τις θετικές διατάξεις αυτού. Σημειώνει επίσης ο Πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Γεννηματάς ότι από το 1964 η Τουρκία έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στον Εύξεινο Πόντο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Από τα παραπάνω προκύπτει  ότι οι αυθαίρετες διεκδικήσεις της Τουρκίας αντιβαίνουν προς το Διεθνές Δίκαιο, έχει δεσμευθεί στο εσωτερικό της σε υπερβολικές αξιώσεις, δεν την συμφέρει να συναινέσει σε διαιτησία  και θα συνεχίσει να το αποφεύγει με προσχηματικές τοποθετήσεις.

Ο κ. Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.

https://independent.academia.edu/Chiotis, https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis 

Σημείωση: Οι σύνδεσμοι με κόκκινο χρώμα παραπεμπουν στη βιβλιογραφία