Συνεχίζουν να δουλεύουν οι λιγνιτικές μονάδες παρά το υψηλό κόστος – Η επιβάρυνση στη χονδρεμπορική και τα προβλήματα ευστάθειας

Έστω και περιστασιακά, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ παραμένουν απαραίτητες για την ασφάλεια ηλεκτροδότησης ακόμη κι όταν υπάρχει επάρκεια ισχύος, όπως για παράδειγμα για να αποσοβηθούν προβλήματα αστάθειας τάσης που εμφανίζονται στο Βόρειο Σύστημα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό συμβαίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα, με συνέπεια να χρειάζεται να εντάσσονται από τον ΑΔΜΗΕ 1 με 2 λιγνιτικές μονάδες σχεδόν ολόκληρο τον Μάιο, παρά το υψηλό κόστος παραγωγής, που κανονικά θα τις έθεταν εκτός αγοράς.

Από την άλλη πλευρά, το αν θα χρειαστεί να «επιστρατευθεί» λιγνιτικό θερμοηλεκτρικό δυναμικό, και πόσο, εξαρτάται κάθε φορά από το πρόγραμμα των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα προκύψει από την επίλυση της αγοράς Επόμενης Ημέρας. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που το χαρτοφυλάκιο αυτό καλύπτει τις ανάγκες ευστάθειας, τότε ο Διαχειριστής δεν χρειάζεται να παρέμβει. Έτσι, για παράδειγμα στις 13 και τις 16 Μαΐου, αλλά και σήμερα (2 Ιουνίου), δεν εντάχθηκε στο σύστημα καμία λιγνιτική μονάδα.

Όσον αφορά το γιατί το Βόρειο Σύστημα είναι επιρρεπές σε αστάθεια τάσης, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, ένας σημαντικός λόγος είναι ότι σε αυτό βρίσκονται οι διεθνείς διασυνδέσεις. Ωστόσο, έως πρόσφατα λειτουργούσε έως ασφαλιστική δικλείδα το γεγονός ότι η Δυτική Μακεδονία αποτελούσε το ενεργειακό κέντρο της χώρας, χάρις στο λιγνιτικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ το οποίο συμμετείχε στην ηλεκτροπαραγωγή με όρους αγοράς.

Τώρα αντίθετα, με τους λιγνίτες «σβηστούς», νοτιότερα των μονάδων αερίου της ΔΕΗ και της Elpedison, στην Κομοτηνή και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, το αμέσως επόμενο ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό είναι τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ στη Στερεά Ελλάδα.

Μία λύση που εκτιμάται ότι θα μπορούσε να εφαρμοσθεί είναι η εγκατάσταση σύγχρονων πυκνωτών, οι οποίοι μπορούν να υποστηρίζουν την τάση του δικτύου. Μάλιστα, στο τελευταίο Πρόγραμμα Ανάπτυξης που έθεσε σε διαβούλευση ο ΑΔΜΗΕ, αναφέρεται ότι διερευνάται αυτό το ενδεχόμενο, ώστε να ληφθούν αποφάσεις το επόμενο διάστημα. Πάντως, εκτιμάται πως το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν ανακύπτει περισσότερες από 3 με 4 φορές σε ετήσια βάση.

Αύξηση στη χονδρεμπορική και στο CO2

Σε κάθε περίπτωση, η αντικατάσταση ηλεκτροπαραγωγικού δυναμικού στην αγορά με ακριβότερη λιγνιτική ισχύ, επιφέρει αύξηση των τιμών στην αγορά Επόμενης Ημέρας και την αγορά Εξισορρόπησης, στην οποία μάλιστα προκαλείται επίσης ενεργοποίηση μεγαλύτερων όγκων ανοδικής και καθοδικής υπηρεσίας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι για τις καθοδικές υπηρεσίες δεν μπορούν πλέον να υποβάλλονται προσφορές με αρνητικές τιμές, και επομένως οι ηλεκτροπαραγωγοί επιστρέφουν χρήματα για την ενέργεια που δεν παρήγαγαν, υπάρχει επιβάρυνση του χονδρεμπορικού κόστους.

Η επιβάρυνση αυτή αυξάνει τα κόστη των εταιρειών προμήθειας, ενώ η αύξηση των εκπομπών CO2 της ΔΕΗ από τη χρήση των λιγνιτικών μονάδων «αγγίζει» άμεσα και τους βιομηχανικούς πελάτες στη μέση και υψηλή τάση, στους οποίους η επιχείρηση μετακυλίει το σχετικό κόστος. Μάλιστα, το ανθρακικό αποτύπωμα της ΔΕΗ «μεταφράζεται» σε αύξηση του κόστους και για την ενεργοβόρο βιομηχανία, παρόλο που αυτή αποζημιώνονται για μέρος αυτής της χρέωσης, μέσω του συστήματος αντιστάθμισης της δαπάνης ρύπων.

Ο λόγος είναι πως η ΔΕΗ υπολογίζει τη χρέωση με βάση τη μέση τιμή του CO2, όπως αυτή διαμορφώθηκε τον προηγούμενο μήνα, ενώ η βιομηχανία αποζημιώνεται μέσω της αντιστάθμισης, με βάση τη μέση τιμή των ρύπων της προηγούμενης χρονιάς. Καθώς όμως οι τιμές των δικαιωμάτων σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές μέσες τιμές αυξάνει την «έκθεση της ενεργοβόρου βιομηχανίας στις ανθρακικές εκπομπές της ΔΕΗ.

 

 

2 Iουνίου 2021

energypress