Πρεμιέρα για το νέο ΕΣΕΚ με τους λιγνίτες στο προσκήνιο - Πως κτίζεται η επάρκεια του συστήματος ηλεκτρισμού ως το 2030, οι πολλοί άγνωστοι «Χ»

Εξαρτημένο από τους «βρώμικους» και ακριβούς για τη ΔΕΗ λιγνίτες θα παραμείνει για τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια το σύστημα ηλεκτρισμού της χώρας κάθε φορά που ο υδράργυρος θα ανεβοκατεβαίνει απότομα. Το είδαμε για μια ακόμη φορά την εβδομάδα που πέρασε και συγκεκριμένα στο peak της ζήτησης την Παρασκευή, όταν αυτή «έπιασε» τα 9.258 MW, ενώ σε ανάλογα επίπεδα είχε κυμανθεί και την Τετάρτη.

Το βέβαιο είναι ότι στους καύσωνες και στο χιονιά, τη λύση θα συνεχίσει να δίνει το λιγότερο μέχρι και το 2023 ο στόλος των παλαιών λιγνιτικών μονάδων, ζήτημα που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν της η επιτροπή του νέου ΕΣΕΚ. Σήμερα, τα μέλη της συνεδριάζουν για πρώτη φορά, προκειμένου να βάλουν μπροστά τα σενάρια για το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα του 2030, αλλά οι άγνωστοι «Χ» , οι οποίοι και θα τα διαμορφώσουν, παραμένουν πολλοί.

1. Η έγκαιρη ολοκλήρωση των νέων μονάδων. Βάσει του υφιστάμενου ΕΣΕΚ, που τώρα τελεί υπό αναθεώρηση, έως το 2030 απαιτείται η ένταξη 1.650 MW νέων μονάδων αερίου, συν η Πτολεμαίδα 5 (τώρα 660 MW, αλλά με στόχο να αναβαθμιστεί στα 1.000 MW) που από το 2025 επίσης «γυρίζει» σε φυσικό αέριο. Σύνολο δηλαδή, 2.650 MW.

Εκ των νέων σταθμών, ο πρώτος, αυτός της Mytilineos (826 ΜW), μπαίνει στο σύστημα το 2022, από εκεί και πέρα, η κοινοπραξία ΤΕΡΝΑ-ΜΟΗ έχει δηλώσει ότι η νέα της μονάδα στην Κομοτηνή (877 MW) θα είναι έτοιμη το 2024, ενώ στο παιχνίδι παραμένουν φυσικά η Elpedison (826 MW) και ο όμιλος Κοπελούζου (840 MW). 

Εφόσον τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα ολοκλήρωσης των νέων σταθμών, δεν συντρέχει λόγος να πάει πίσω το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης. Στον αντίποδα, το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας θα συνεχίσει να εξαρτάται για μερικά ακόμη χρόνια από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.

Στην αγορά πάντως θεωρείται δεδομένο ότι απουσία νέων μονάδων φυσικού αερίου, ικανών να αντικαταστήσουν μέχρι το 2023 τις παλιές λιγνιτικές της ΔΕΗ, το σύστημα ηλεκτρισμού θα συνεχίσει να χρειάζεται το λιγότερο για μια διετία γύρω στα 1.000-1.500 MW λιγνιτικής ισχύος.

2. Η πορεία διείσδυσης των ΑΠΕ. Είναι βέβαιο ότι το νέο ΕΣΕΚ θα προβλέπει περισσότερες επενδύσεις σε ΑΠΕ ως το 2030 έναντι του σημερινού. Αντί δηλαδή στο τέλος της δεκαετίας το 62% της συνολικής ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια να προέρχεται από ΑΠΕ, όπως αναφέρει το υφιστάμενο, πλέον εκτιμάται ότι θα χρειαστεί να φτάσουμε στο 72%.

Σε μια τέτοια περίπτωση, τα επιπλέον 9 GW που υπολόγιζε το σημερινό ΕΣΕΚ ότι θα απαιτηθούν ως το 2030, εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στα 12 GW. Δεδομένου ότι ένα 10%-15% από τα επιπλέον 3 GW, πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο, προκύπτει μια επιπλέον διαθέσιμη ισχύς γύρω στα 450 ΜW. Το αν οι παραπάνω ρυθμοί επιτευχθούν, μένει να φανεί.

3. Το πόσες ΑΠΕ θα ενταχθούν στο σύστημα, συναρτάται από την κατάσταση των δικτύων. Αμφότεροι οι διαχειριστές, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ, οφείλουν να συνεργαστούν και να εκπονούν ανά διετία, μια μελέτη που να αποτυπώνει ξεκάθαρα και αναλυτικά την υφιστάμενη κατάσταση των δικτύων. Τόσο ως προς την δυνατότητα σύνδεσης και απορρόφησης ενέργειας από έργα ΑΠΕ, όσο και ως προς τα έργα που πρέπει να γίνουν στα δίκτυα, προκειμένου το 2030 οι ΑΠΕ να καλύπτουν τουλάχιστον το 70% της ζήτησης ηλεκτρισμού στην Ελλάδα.

Δίχως, μια παρόμοια μελέτη, ουδείς θα γνωρίζει τις ποσοτικές ανάγκες για ενίσχυση των δικτύων. Χωρίς γενναία ενίσχυση των δικτύων σε 3-4 χρόνια θα επέλθει κορεσμός στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Και κατά συνέπεια, αδυναμία κατασκευής και σύνδεσης νέων έργων ΑΠΕ.

4. Η νέα μελέτη επάρκειας του ΑΔΜΗΕ. Κανονικά η μελέτη αυτή θα δείξει αν τα σενάρια που καταστρώνει το ΕΣΕΚ μας οδηγούν στα επίπεδα αξιοπιστίας που θέλουμε. Αλλά τα σενάρια του ΕΣΕΚ δεν αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί πριν τα τέλη του 2021, αν όχι το 2022.

Επομένως, η μελέτη του ΑΔΜΗΕ δεν έχει νόημα να βασιστεί στις παλιές παραδοχές του ΕΣΕΚ, καθώς καλείται να τρέξει διάφορα σενάρια ευαισθησίας, ανάλογα με τυχόν καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των μονάδων, αποτυχίας διείσδυσης πολλών ΑΠΕ, αστοχία ως προς τους στόχους της εξοικονόμησης, κ.ό.κ. 

Στην προηγούμενη, για παράδειγμα, μελέτη του, αυτή του Δεκεμβρίου 2019, ανέφερε ότι εφόσον το 2030 φτάσουμε να διαθέτουμε 17 GW από ΑΠΕ, 3 GW υδροηλεκτρικών, καθώς και να έχουμε πετύχει τους στόχους εξοικονόμησης, τότε δεν θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα επάρκειας.

Διαφορετικά, παρέθετε μια σειρά από σενάρια. Αν για παράδειγμα, δεν πετύχουμε τόσο μεγάλη εξοικονόμηση και έχουμε ξηρά έτη, τότε τη διετία 2023-2024 δεν θα εξασφαλίσουμε το αποδεκτό όριο των 3 ωρών χωρίς ρεύμα. Αν καθυστερήσει να ενταχθεί στο σύστημα τη διετία 2024-2025 μονάδα φυσικού αερίου, τότε το 2024 θα έχουμε πρόβλημα επάρκειας. Αν ωστόσο δεν πετύχουμε και τους στόχους εξοικονόμησης, τότε το πρόβλημα θα εμφανιστεί νωρίτερα, από το 2022, όπου αν η χρονιά δεν έχει πολλές βροχές, αυξάνεται ο κίνδυνος για μπλακ άουτ στις 10 ώρες. Αν συμβεί το ίδιο και το 2023, τότε ο κίνδυνος αυξάνεται στις 14 ώρες, κ.ό.κ.

5. Έτερο ζήτημα, που άπτεται της επάρκειας, αφορά στον περίφημο μηχανισμό στρατηγικών εφεδρειών. Το πότε αυτός θα καταρτισθεί και κυρίως πότε θα εγκριθεί από την Κομισιόν, έτσι ώστε να πάψει η ΔΕΗ να ζημιώνεται κάθε φορά που στον καύσωνα ή στην κακοκαιρία, αναγκάζεται να δουλεύει στο φουλ τα λιγνιτικά, είναι κομβικής σημασίας.

Στο σενάριο που οι πρόσφατα ανακοινωθείσες νέες κατευθυντήριες γραμμές για κρατικές ενισχύσεις της ΕΕ θα ανοίξουν το δρόμο αποζημίωσης της επιχείρησης για πρόωρη απόσυρση των μονάδων της, πιθανώς να έχουμε εξελίξεις εντός του έτους.

Διαφορετικά, αν καθυστερήσει η έγκριση του ελληνικού αιτήματος και αυτό συμπαρασύρει προς τα πίσω και τον μηχανισμό CRM, με συνέπεια να μετατεθεί για αργότερα η έναρξη κάποιων από τις δρομολογημένες νέες μονάδες φυσικού αερίου, τότε προφανώς και οι λιγνίτες θα συνεχίσουν να σηκώνουν το βάρος της ανεμπόδιστης παροχής ρεύματος και για μετά το 2023, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ΔΕΗ.

 

 

 

28 Ιουνίου 2021

energypress