Θα σώσουμε την Αθήνα πριν γίνει αβίωτη;

Είναι γεγονός: η κλιματική αλλαγή απειλεί σοβαρά τις πόλεις μας σε όλο τον πλανήτη. Η αποσταθεροποίηση του κλίματος αυξάνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ η διασπορά ασθενειών έχει αρχίσει να προστίθεται στη λίστα των ανησυχιών μας. Η Μεσόγειος αποτελεί «hotspot» για την κλιματική αλλαγή, και η Αθήνα, ως μια μεγάλη μεσογειακή μητρόπολη, εμφανίζεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε μια σειρά από κλιματικούς κινδύνους –ακραίους καύσωνες, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές και ξηρασίες–, ενώ έχει χαρακτηριστεί ως η πιο θερμή πρωτεύουσα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Αθήνα έχει υποστεί εκτεταμένη τσιμεντοποίηση και δραστική μείωση σε φυσικά τοπία και αστικό πράσινο που αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό της συνολικής της επιφάνειας. Τα πάρκα τσέπης, οι πράσινοι χώροι, οι πράσινες στέγες και οι τοίχοι δίνουν μικρές ανάσες στο γκρίζο τοπίο των συνωστισμένων κέντρων, αλλά δεν αρκούν για να ανακουφίσουν το στρες, τη ρύπανση, τον θόρυβο, την ακραία ζέστη, την αστική θερμική νησίδα και όλες τις προκλήσεις δημόσιας υγείας που συνδέονται στενά με τη ζωή στις πόλεις. Υπάρχουν ανησυχίες ότι η ζωή στην Αθήνα μπορεί να γίνει αφόρητη τις επόμενες δεκαετίες.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Το παρήγορο είναι ότι λύσεις υπάρχουν, αλλά πρέπει να κινηθούμε γρήγορα σαν σε αγώνα ενάντια στον χρόνο, γιατί τα χρονικά περιθώρια της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στενεύουν. Επειδή όμως δεν γίνεται να διαχειριστούμε κάτι που δεν έχουμε μετρήσει, θα πρέπει πρώτα να συλλέξουμε πληροφορίες και να υπολογίσουμε το ρίσκο! Ξεκινάμε με την εκτίμηση ευαλωτότητας της πόλης σε δύο επίπεδα: ανεξάρτητα από κλιματικούς κινδύνους –δηλαδή την κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική κατάσταση της πόλης και των κατοίκων της– και σε σχέση με τους διαφορετικούς κλιματικούς κινδύνους. Θα πρέπει να εκτιμήσουμε τη συχνότητα, έκταση και σφοδρότητα των φαινομένων, μαζί με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των κατοίκων αλλά και την κατάσταση των υποδομών που θα εκτεθούν σε αυτά. Πάνω σε αυτά τα στοιχεία, θα πρέπει να χτίσουμε την ανθεκτικότητα της Αθήνας, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους της αφού θα δώσει πολλά οφέλη, κάνοντάς την ένα πιο εύρωστο και υγιές μέρος. Οσο παράξενο και αν ακούγεται, η έμφαση πλέον δεν είναι στις υποδομές (που έρχονται δεύτερες στις δράσεις των πόλεων παγκοσμίως), αλλά στις λύσεις που βασίζονται σε πολιτικές όπως η χαρτογράφηση των πλημμυρών, η διαχείριση κρίσεων, η δενδροφύτευση, η εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών στα δρώμενα της πόλης και ο μακροχρόνιος σχεδιασμός.

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αφορούν σε δύο κατηγορίες: μέτρα προσαρμογής και μέτρα μετριασμού. Η ανθεκτικότητα συνδέεται με τα μέτρα προσαρμογής, τα οποία στις πόλεις αφορούν κυρίως το νερό – έχουμε ή υπερβολικά πολύ νερό (πλημμύρες), ή υπερβολικά λίγο νερό (ζέστη και ξηρασία), ή πολύ ρυπασμένο νερό (ρύπανση). Πέρα από τις πολιτικές που προαναφέρθηκαν, πρέπει να κάνουμε τις τεχνολογίες μας πράσινες, να κάνουμε το νερό κεντρικό στις οικονομικές μας αποφάσεις και στον χωρικό σχεδιασμό (δεν μπαζώνουμε ποτάμια και δεν χτίζουμε σε κατακλυζόμενες πεδιάδες), και να προστατεύσουμε τα εσωτερικά μας ύδατα και τα οικοσυστήματα. Το 99% του γλυκού νερού βρίσκεται αποθηκευμένο στα φυσικά οικοσυστήματα και αυτά είναι η ασφάλειά μας έναντι των πλημμυρών και της ξηρασίας, οπότε πρέπει να προστατευθούν. Εκεί βέβαια βρίσκεται και η βιοποικιλότητα, στην οποία βασίζονται όλες οι μορφές ζωής και οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε. Η ανθεκτικότητα στις πόλεις μας πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια κοινωνία ευφυή σε θέματα νερού –a water-smart society– σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό οργανισμό Water Europe.

Σχετικά με τα μέτρα μετριασμού, οι πόλεις όχι μόνο μπορούν, αλλά είναι και οι ιδανικές ενότητες για να συμβάλλουν στον περιορισμό των εκπομπών. Το βασικό στοιχείο του περιορισμού εκπομπών είναι η σταδιακή μείωση άνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρισμού, από ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στοχεύοντας στην ολοκληρωτική μετάβαση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα και κτίρια που θερμαίνονται μόνο με ηλεκτρισμό, μια πόλη που δεν έχει βαριά βιομηχανία μπορεί να βρεθεί πολύ κοντά στον στόχο των μηδενικών εκπομπών. Οι λύσεις λοιπόν υπάρχουν! Πάνω από όλα, για την εφαρμογή των μέτρων, θα πρέπει να επενδύσουμε στην ενημέρωση των πολιτών, στην επιμόρφωσή τους σε θέματα κλιματικής αλλαγής και στη διασύνδεση επιστήμης και πολιτείας, έτσι ώστε να πετύχουμε αποφάσεις και πολιτικές που βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και συμμετοχικές διαδικασίες.

Η κ. Χρυσή Λασπίδου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αντιπρόεδρος Συνεργασιών, Water Europe, Brussels.

Φωτ. Shutterstock

d