Τι μαθήματα πήραμε από την πρωτοφανή κρίση των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού;

03 01 2022 | 21:40

Η κρίση των τιμών ενέργειας

Η ραγδαία άνοδος της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου ξεκίνησε λίγο πριν τον Αύγουστο του 2021. Η ανισορροπία μεταξύ της μεγάλης αύξησης της ζήτησης, στο πλαίσιο της οικονομικής ανάκαμψης μετά την κρίση του COVID-19, και της περιορισμένης προσφοράς, λόγω ελλιπούς συντήρησης και επενδύσεων φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ύφεσης, πυροδότησε αύξηση της τιμής στις Ασιατικές αγορές, η οποία επεκτάθηκε και στην Ευρώπη. 

 

Τα τελευταία χρόνια, η διάδοση της εμπορίας υγροποιημένου φυσικού αερίου σε συνδυασμό με τη μετάβαση σε χρηματιστηριακές αγορές, από αγορές μακροχρόνιων συμβολαίων, στην Ευρώπη, κατέστησε το φυσικό αέριο χρηματιστηριακό προϊόν με πορεία αυτόνομα από το πετρέλαιο. Η ωρίμανση της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου μείωσε τις τιμές τα τελευταία πέντε χρόνια και προσέδωσε μεγάλο οικονομικό όφελος στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, αυξήθηκε ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών, όπως σε κάθε χρηματιστηριακή αγορά. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για την Ελλάδα αφού η αγορά της σε φυσικό αέριο είναι αναγκαστικά προσδεμένη στις διεθνείς συνθήκες των αγορών και της τιμολόγησης, τόσο για το υγροποιημένο αέριο όσο και για το αέριο μέσω αγωγών. 

Η διακύμανση όμως της τιμής του φυσικού αερίου υπήρξε πρωτοφανής, σε παγκόσμιο επίπεδο: από κάτω από 10 €/MWh αερίου στο τέλος του 2020, η τιμή εκτινάχθηκε στα 100 €/MWh μετά το φθινόπωρο του 2021 και έφθασε τα 145 €/MWh στο τέλος του 2021. Οι τιμές αυτές εκτίναξαν το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο σε επίπεδα άνω των 300 €/MWh ηλεκτρικής ενέργειας. Το 2020 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο ήταν της τάξης μόλις των 50 €/MWh ηλεκτρικής ενέργειας.

Είναι κρίσιμης σημασίας το χρονικό διάστημα διατήρησης των υψηλών τιμών φυσικού αερίου. Στην παγκόσμια αγορά δεν υπάρχει βασική ανισορροπία και όλοι αναμένουν ότι οι τιμές φυσικού αερίου θα παραμείνουν περίπου στο εύρος 20-30 €/MWh μακροχρόνια. Η πρόσφατη εκτίμηση για τη διάρκεια της κρίσης ήταν ότι η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης, κυρίως υγροποιημένου αερίου, ήταν προσωρινή και σε 2-3 μήνες οι τιμές θα επανέρχονταν σε λογικά επίπεδα. Όμως, στην Ευρώπη, οι τιμές φυσικού αερίου διατηρήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα παραπάνω από ό,τι θα περίμενε κανείς, ενώ και τα προθεσμιακά συμβόλαια είναι πλέον ακριβά, κυμαίνονται από 75 έως 90 €/MWh και μάλιστα για όλο το 2022 και για τις αρχές του 2023. Δηλαδή οι αγορές προεξοφλούν σήμερα συνέχιση και διατήρηση της πρωτοφανούς κρίσης των τιμών ενέργειας για τουλάχιστον μέχρι και το χειμώνα του 2023! 

Αυτή η εξέλιξη και η διάρκειά της καθιστά την κρίση τιμών μοναδική ιστορικά και όχι διατηρήσιμη οικονομικά ούτε διαχειρίσιμη πολιτικά. Υπό αυτές τις συνθήκες θα τεθεί ζήτημα ανατροπής βασικών κανόνων ελεύθερης αγοράς, με απρόβλεπτες συνέπειες. 

Δυστυχώς, η επιμονή της κρίσης οφείλεται πλέον σε γεωπολιτικούς παράγοντες: παραμένουν μειωμένες οι παραδόσεις Ρωσικού αερίου μέσω αγωγών και παραμένουν οι αποθήκες φυσικού αερίου με ελλιπή πληρότητα. Γεωπολιτικοί παράγοντες μεγάλης έντασης (Ουκρανία, αγωγός Nord Stream 2) διατηρούν αυτή τη στιγμή τις τιμές φυσικού αερίου σε υψηλά επίπεδα καθώς και τις δυσμενείς προβλέψεις. Η γεωπολιτική διάσταση αφορά ειδικά την Ευρώπη και έχει επικίνδυνες διαστάσεις. 

Υψηλές τιμές δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα

Έσπευσαν μερικοί να ενοχοποιήσουν τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, τιμές EU ETS, οι οποίες έφθασαν το επίπεδο των 90 €/tCO2, πάνω από τα περίπου 40-50 €/tCO2 που επικρατούσαν στο προηγούμενο διάστημα. 

Χάρις τον κανονισμό για το Αποθεματικό Σταθερότητας της Αγοράς (MSR), η αγορά ETS της ΕΕ κατάφερε να σταθεροποιήσει τις τιμές  διοξειδίου του άνθρακα σε σχετικά υψηλά επίπεδα από τις αρχές του 2018. Ως αποτέλεσμα όλες οι χώρες της ΕΕ αναθεώρησαν τις επενδυτικές αποφάσεις σχετικά με τις μονάδες στερεών καυσίμων και οι περισσότερες ανακοίνωσαν τη διακοπή της ηλεκτροπαραγωγής από στερεά καύσιμα στο άμεσο μέλλον. Οι αποφάσεις αυτές ήταν οικονομικά επιβεβλημένες λόγω του μηχανισμού ETS, αλλά αποτέλεσαν και πολιτικό μήνυμα στο πλαίσιο των πολιτικών για την κλιματική αλλαγή. Η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ έγινε μακράν φθηνότερη από την παραγωγή από στερεά καύσιμα αλλά και από φυσικό αέριο, παρά τις χαμηλές τιμές φυσικού αερίου που επικράτησαν μέχρι πρόσφατα. 

Η πρόσφατη αύξηση των τιμών του ETS οφείλεται στην αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και δεν οφείλεται στον μηχανισμό MSR. Η αύξηση του κόστους από φυσικό αέριο οδηγεί σε αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από στερεά καύσιμα, άρα σε αύξηση εκπομπών και ζήτησης για δικαιώματα εκπομπής ώστε να δικαιολογηθούν οι αυξημένες εκπομπές. Δηλαδή οι τιμές ETS εξαρτώνται από το dark spread, το οποίο είναι η διαφορά του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση άνθρακα έναντι φυσικού αερίου. Aν στο μέλλον μειωθούν οι τιμές του φυσικού αερίου θα μειωθούν και οι τιμές ETS. Επομένως, οι παρατηρούμενες υψηλές τιμές EU ETS οφείλονται στις αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναθεωρηθεί ο κανονισμός EU ETS. Θα πρέπει να περιμένουμε τιμές στα επίπεδα των 50-60 €/tCO2 έως το 2030 αν οι τιμές του φυσικού αερίου παραμείνουν λογικές και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναπτύσσονται με σταθερό ρυθμό ανάπτυξης. 

Επίπτωση στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας

Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ υπήρξε στόχος πρωταρχικής σημασίας που θεσπίστηκε μέσω της επιβολής ενός τυποποιημένου σχεδιασμού οργανωμένων αγορών χονδρικής. Ορίστηκαν οι οριακές τιμές εκκαθάρισης της αγοράς ως οδηγός για τις διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, καθώς οι αγορές χονδρικής είναι εθελοντικές, η νομοθεσία της ΕΕ καθόρισε τους ιδιωτικούς φορείς εκμετάλλευσης αγορών που είναι γνωστοί ως χρηματιστήρια ενέργειας ως θεσμικούς φορείς για τη διασυνοριακή σύζευξη των αγορών. Όλες οι χώρες έχουν εφαρμόσει τους τυπικούς κανόνες σχεδιασμού της αγοράς που ονομάζεται μοντέλο-στόχος και οι οριακές τιμές της αγοράς προέρχονται από την οικονομική προσφορά (που συνήθως αντικατοπτρίζει το κόστος καυσίμου) της πιο ακριβής μονάδας που απαιτείται για την κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι γειτονικές χώρες που συνδέουν τις αγορές χονδρικής επιλύουν τις τιμές εκκαθάρισης της αγοράς ταυτόχρονα. Έτσι, η ηλεκτρική ενέργεια ρέει διασυνοριακά από τη φθηνότερη προς την ακριβότερη παραγωγή μέχρι τη σύγκλιση των τιμών, εκτός εάν παρεμποδίζεται από συμφόρηση δικτύου. Με βάση την τιμολόγηση οριακού κόστους των αγορών χονδρικής, ο σχεδιασμός της αγοράς συνέδεσε με επιτυχία τις χώρες και προκάλεσε σύγκλιση τιμών των χρηματιστηριακών τιμών στις περισσότερες περιπτώσεις. 

Προσοχή όμως: τα χρηματιστήρια ενέργειας διαπραγματεύονται κανονικά μικρό μέρος της συνολικής ενέργειας γιατί μία αγορά spot αφορά κανονικά τις αποκλίσεις, δηλαδή την περίσσεια ή έλλειψη ενέργειας, ενώ ο κύριος όγκος της αγοράς εκκαθαρίζεται μέσω διμερών συμφωνιών έξω από τη χρηματιστηριακή αγορά. Αυτό συμβαίνει πράγματι σχεδόν σε όλες τις χώρες, υπάρχουν όμως εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και η Ελλάδα. 

Η δομή του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά είναι ο παράγοντας που προσδιορίζει ποιο ποσοστό της κατανάλωσης καλύπτεται μέσω της spot χρηματιστηριακής αγοράς. Οι πωλητές ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική αγορά είναι είτε μεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας με κάθετη ολοκλήρωση παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή μικρές οντότητες, συνήθως απλοί έμποροι-market arbitragers. Καθώς η αγορά χονδρικής είναι εθελοντική, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ανάλογα με τους πόρους, μπορούν να υποβάλλουν προς εκτέλεση στον Διαχειριστή πακέτα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας ώστε να παρακάμψουν τη χρηματιστηριακή αγορά. Μπορούν να ασκήσουν μια τέτοια παράκαμψη είτε φυσικά, όπως μόλις αναφέρθηκε, είτε οικονομικά, ως διμερές συμβόλαιο οικονομικών διαφορών. Με αυτόν τον τρόπο, ο έμπορος λιανικής μπορεί να πουλάει στον καταναλωτή σε σχετικά σταθερές τιμές που αντικατοπτρίζουν άμεσα το μέσο κόστος του χαρτοφυλακίου παραγωγής που χρησιμοποιεί για την ενέργεια της σύμβασης προμήθειας χωρίς να ενδιαφέρεται για τις οριακές τιμές των αγορών χονδρικής. Αντίθετα, οι λιανοπωλητές χωρίς ή με ανεπαρκή κάθετη ολοκλήρωση δεν μπορούν να παρακάμψουν τις αγορές χονδρικής και είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τις τιμές χονδρικής της αγοράς στους καταναλωτές. Τα διμερή συμβόλαια, είτε φυσικά είτε οικονομικά, παρέχουν σταθερότητα εσόδων στον προμηθευτή (και σταθερότητα μεριδίου αγοράς) αλλά και σταθερότητα κόστους στον καταναλωτή. Άρα μακροχρόνια είναι προτιμητέα και αποτελούν μηχανισμό προστασίας (hedging) έναντι των αβέβαιων διακυμάνσεων των τιμών στις spot αγορές. 

ΠΊΝΑΚΑΣ 1: ΠΟΣΟΣΤΌ ΤΗΣ SPOT ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΉΣ ΑΓΟΡΆΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΉΣ ΕΝΈΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟ ΣΎΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΆΛΩΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΉΣ ΕΝΈΡΓΕΙΑΣ

Αυστρία

46%

Ην, Βασίλειο

13%

Βέλγιο

31%

Σουηδία

18%

Ελβετία

38%

Ιταλία

35%

Γερμανία

29%

Ρουμανία

45%

Γαλλία

29%

Ισπανία

40%

Φινλανδία

12%

Πορτογαλία

37%

Ολλανδία

25%

Τσεχία

8%

Πολωνία

5%

Βουλγαρία

12%

Ουγγαρία

16%

Ελλάδα

99,9%

 

Ιστορικά, τα χρηματιστήρια ενέργειας (power exchanges) κάλυπταν μικτό ποσοστό (5-10%) της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτό διέφεραν ορισμένες χώρες που είχαν κρατικές χονδρικές αγορές υποχρεωτικού χαρακτήρα (αυτές ήταν η Ελλάδα και η Ιρλανδία για το 100% της κατανάλωσης, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία για περίπου το 60-70% της κατανάλωσης που αντιστοιχούσε στο μερίδιο της αγοράς στο οποίο εφαρμοζόταν ρυθμιζόμενο από το Κράτος τιμολόγιο). Όμως οι κρατικές χονδρικές αγορές μετασχηματίστηκαν σε εθελοντικά και ιδιωτικά χρηματιστήρια ενέργειας με την εφαρμογή του μοντέλου-στόχου. Οι χώρες με μικρά ιδιωτικά χρηματιστήρια ενέργειας, η πλειοψηφία δηλαδή, είδαν να αυξάνεται ο όγκος των συναλλαγών spot επειδή επικράτησαν πολύ χαμηλές τιμές φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την υπερεπάρκεια ενέργειας (χάρις στην ανάπτυξη των ΑΠΕ). Αυτοί οι παράγοντες κράτησαν σε χαμηλά επίπεδα τις χρηματιστηριακές τιμές την τελευταία πενταετία, με αποτέλεσμα αρκετοί καταναλωτές και προμηθευτές να προτιμήσουν την αγορά μέσω spot από την αγορά μέσω των πιο ακριβών διμερών συμβολαίων. Έτσι αυξήθηκαν τα ποσοστά των χρηματιστηριακών αγορών αλλά το μερίδιό τους παρέμεινε κάτω από 50%, όπως δείχνει ο Πίνακας 1, εκτός της Ελλάδας όπου η χρηματιστηριακή αγορά καλύπτει το σύνολο της κατανάλωσης. Στην Ελλάδα αυτή η ιδιαιτερότητα οφείλεται εν μέρει σε ρυθμιστικούς περιορισμούς και εν μέρει στην ατελή ακόμα δομή του ανταγωνισμού στην αγορά.

Οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου είναι εύλογα αυτοί που καθορίζουν τις οριακές τιμές των χρηματιστηριακών αγορών, γιατί αυτοί συνήθως καλύπτουν το φορτίο αιχμής. Η υδροηλεκτρική ενέργεια προσφέρεται σε τιμές ελαφρώς υψηλότερες από το κόστος με φυσικό αέριο, δηλαδή και πάλι οι οριακές τιμές εξαρτώνται από το φυσικό αέριο. Ελάχιστες μόνο χώρες που διατηρούν ακόμα ανθρακικές μονάδες μπορεί ορισμένα χρονικά διαστήματα να έχουν χρηματιστηριακές οριακές τιμές που δεν σχετίζονται με το φυσικό αέριο. Παρά την αύξηση των ΑΠΕ και της αποθήκευσης, τόσο επί του παρόντος όσο και ολοένα και περισσότερο στο μέλλον, οι οριακές τιμές των χρηματιστηριακών αγορών θα εξαρτώνται από τις τιμές του φυσικού αερίου, ακόμη και αν η παραγωγή με βάση το φυσικό αέριο μειώνεται συνεχώς όπως έχει σχεδιαστεί να γίνει χάρις στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Ως αποτέλεσμα, οι αγορές χονδρικής κληρονομούν την αστάθεια των τιμών του φυσικού αερίου και αποτελούν ακατάλληλη και απρόσφορη βάση για τον καθορισμό τιμολογίων καταναλωτή με χαρακτηριστικά μακροπρόθεσμης σταθερότητας, όπως απαιτείται από τους καταναλωτές. Τα καταναλωτικά τιμολόγια που βασίζονται σε φυσικές ή οικονομικές διμερείς συμβάσεις με σταθερές τιμές εξάσκησης είναι επιθυμητά και για τους παραγωγούς ως διασφάλιση επαρκών εσόδων για την υποστήριξη της ανάκτησης πάγιου και κεφαλαιακού κόστους.

Επομένως, η υγιής οικονομική βάση των τιμολογίων καταναλωτή είναι το σταθμισμένο μέσο συνολικό κόστος των χαρτοφυλακίων παραγωγής με βάση τα οποία οι προμηθευτές πωλούν στους καταναλωτές. Ως αποτέλεσμα, η μετακύλιση μέσω των ασταθών τιμών χονδρικής της αγοράς στους καταναλωτές έπρεπε να είναι σε μία υγιή αγορά ανταγωνιστικό μειονέκτημα για έναν λιανοπωλητή.

Όμως αν μία χώρα όπως η Ελλάδα έχει ανεπαρκή και ρηχό ανταγωνισμό, ο οποίος οδηγεί όλους τους ανταγωνιστές λιανεμπορίου να αγοράζουν από τη spot αγορά την ενέργεια που πωλούν, τότε αναγκαστικά οι τιμές λιανικής κληρονομούν τις χρηματιστηριακές τιμές με βάση το φυσικό αέριο και όχι το πραγματικό μέσο κόστος της ενέργειας που καταναλώνουν. Όσο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ και η αποθήκευση τόσο πιο πολύ το μέσο κόστος της ενέργειας θα μειώνεται ενώ το χρηματιστηριακό οριακό κόστος θα παραμένει υψηλότερο και θα καθοδηγείται από τις τιμές φυσικού αερίου. 

Με λίγα λόγια, η εξέταση μόνο των τιμών της αγοράς χονδρικής για την κατανόηση των επιπτώσεων της κρίσης των τιμών του φυσικού αερίου δεν αρκεί, εκτός εάν, de facto, οι τιμές λιανικής αντανακλούν άμεσα τις ασταθείς τιμές χονδρικής. Αλλά αν αληθεύει, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ως σύμπτωμα μιας αγοράς που δεν λειτουργεί καλά. 

Στην Ελλάδα με άλλα λόγια υπάρχει σοβαρό πρόβλημα δομής του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά. Η ύπαρξη πολλών ανταγωνιστών δεν σημαίνει τίποτα. Η ύπαρξη ανταγωνιστών που να είναι σε θέση να προσφέρουν τιμές στο πραγματικό μέσο κόστος είναι το ζητούμενο. Αυτοί πρέπει να έχουν δική τους παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μάλιστα από διαφοροποιημένες πηγές, να συνδυάζουν ΑΠΕ, αέριο, αποθήκευση και άλλα μέσα εξισορρόπησης, ώστε να έχουν αυτάρκεια και φυσική προστασία (hedging) έναντι των αβεβαιοτήτων. Οι ανταγωνιστές με το κατάλληλο χαρτοφυλάκιο και μέγεθος πρέπει να είναι πάνω από ένας, προφανώς. Αλλιώς δεν υπάρχει ανταγωνισμός και μόνο ένας τέτοιος αν υπάρχει, όπως πράγματι συμβαίνει στην Ελλάδα, αυτός δεν έχει λόγο να προσφέρει ενέργεια σε σταθερές τιμές αφού όλοι οι ανταγωνιστές προσφέρουν στις ακριβότερες χρηματιστηριακές οριακές τιμές. 

Υγιής ανταγωνισμός προς όφελος του καταναλωτή στην ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μεταξύ καθετοποιημένων οντοτήτων επαρκούς μεγέθους που διαθέτουν παρόμοιο και διαφοροποιημένο  χαρτοφυλάκιο ενέργειας. 

Δυστυχώς, τα στατιστικά στοιχεία για τις λιανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι φτωχά στην Ευρώπη. Η μόνη διαθέσιμη πηγή, η Eurostat, δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας με καθυστερήσεις άνω των έξι μηνών. Ακόμα σήμερα, τα στοιχεία για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που περιλαμβάνουν την επίπτωση της κρίσης των τιμών του φυσικού αερίου, δεν είναι διαθέσιμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε έναν πίνακα σε πρόσφατη ανακοίνωση με τίτλο «Εργαλειοθήκη». Σε γενικές γραμμές, ο πίνακας δείχνει ότι οι τιμές λιανικής στις περισσότερες χώρες έχουν αυξηθεί πολύ λιγότερο από τις τιμές χονδρικής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το να βλέπουμε τις τιμές λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας να αυξάνονται λιγότερο από τις τιμές χονδρικής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι εύλογο αποτέλεσμα της ύπαρξης διμερών συμβάσεων που χρησιμοποιούν τιμές εξάσκησης που αντικατοπτρίζουν το μέσο συνολικό κόστος των χαρτοφυλακίων προμήθειας και όχι τις τιμές που αναπροσαρμόζονται σε τιμές χονδρικής. 

Δυστυχώς, για την Ελλάδα δεν ισχύει αυτό και η μετακύλιση των χρηματιστηριακών τιμών στις τιμές λιανικής υπήρξε σχεδόν πλήρης. Ούτε τα προσφερόμενα ως σταθερά τιμολόγια διατηρήθηκαν σταθερά όπως είχαν υποσχεθεί οι εκδότες τους, ενώ και αυτά προσαρμόσθηκαν μονομερώς στα επίπεδα των χρηματιστηριακών τιμών. Αυτές οι εξελίξεις φανερώνουν σοβαρό πρόβλημα αδυναμίας του ανταγωνισμού στην Ελλάδα να προσφέρει σταθερές τιμές στο πραγματικό κόστος.

Μετακύλιση απροσδόκητων κερδών στις λιανικές τιμές;

Το πραγματικό μέσο σταθμικό κόστος δεν περιλαμβάνει ουρανοκατέβατα (απροσδόκητα) κέρδη των μονάδων παραγωγής, δηλαδή αυτών που έχουν πραγματικό κόστος μικρότερο από το οριακό χρηματιστηριακό κόστος. Με τον όρο πραγματικό πλήρες κόστος των μονάδων αυτών νοούμε την πλήρη ανάκτηση του κόστους λειτουργίας, συντήρησης και κεφαλαίου. Απροσδόκητα κέρδη είναι έσοδα από τις χρηματιστηριακές τιμές που ξεπερνάνε το πλήρες κόστος και προσδίδουν συστηματικά υπερκέρδη στις υπόψη μονάδες. 

Υπάρχει πολλή συζήτηση για το πώς η πολιτική πρέπει να χειρίζεται τα «απροσδόκητα κέρδη». Ένας παραγωγός που υποβάλλει οικονομικές προσφορές συστηματικά χαμηλότερες από τις προσφορές καθορισμού τιμών (η μονάδα με την πιο ακριβή οικονομική προσφορά που απαιτείται για την κάλυψη της ζήτησης) λαμβάνει καθαρά έσοδα πέραν του κόστους καυσίμων. Συνήθως, οι οικονομικές προσφορές περιλαμβάνουν κόστος καυσίμων, έτσι ώστε τα θετικά καθαρά έσοδα να μπορούν να ανακτήσουν το πάγιο και το κεφαλαιακό κόστος. Εάν οι οριακές τιμές της αγοράς αυξηθούν χωρίς καμία αύξηση στο κόστος μιας συγκεκριμένης μονάδας, αυτή η μονάδα λαμβάνει πρόσθετα κέρδη, τα οποία είναι «απροσδόκητα». Σε περίπτωση που η μονάδα χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή πυρηνική ενέργεια, δεν υπάρχει κόστος καυσίμων, επομένως η αύξηση των θετικών καθαρών εσόδων είναι «απροσδόκητα κέρδη». Το κύριο μέλημα είναι ότι δεν είναι παράνομο να λαμβάνεις απροσδόκητα κέρδη, καθώς είναι ο φυσικός μηχανισμός για την υποκίνηση νέων οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων. Ωστόσο, το κίνητρο μπορεί να είναι αδικαιολόγητα υψηλό εάν μια τέτοια επένδυση δεν εξαρτάται από τα κέρδη της χονδρικής αγοράς. Συνήθως, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας απολαμβάνουν διμερείς συμβάσεις οικονομικής διαφοράς, που συνάπτονται με το κράτος ή με ιδιωτικούς φορείς, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Παρόμοιο ζήτημα προκύπτει όταν η μονάδα που λαμβάνει απροσδόκητα κέρδη χρησιμοποιεί μια τεχνολογία για την οποία το κράτος δεν επιτρέπει καμία νέα επένδυση (π.χ. λιγνίτης στην Ελλάδα, πυρηνικά στο Βέλγιο και τη Γερμανία κ.λπ.).

Εν συντομία, τα απροσδόκητα κέρδη δεν είναι απαραίτητα αποδεκτά σε μια αγορά που λειτουργεί καλά, ακόμα κι αν a priori η φιλοσοφία της αγοράς χονδρικής είναι να ανταμείβει ανταγωνιστικούς παραγωγούς επιτρέποντάς τους να έχουν θετικά καθαρά έσοδα. Η ρυθμιστική δυσκολία προκύπτει όταν τα θετικά καθαρά έσοδα είναι υπερβολικά σε σχέση με το πάγιο κόστος και το κόστος κεφαλαίου προς ανάκτηση.

Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το κράτος θέλει να αποφύγει τα υπερβολικά απροσδόκητα κέρδη. Σε αυτή την περίπτωση, το κράτος πρέπει να υποχρεώσει τους αντίστοιχους παραγωγούς να παραιτηθούν από έσοδα που βασίζονται σε οριακές τιμές χονδρικής και να αποδεχθούν έσοδα με βάση ρυθμιζόμενες τιμές, που ορίζονται σε επαρκές επίπεδο για την ανάκτηση όλων των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων και κεφαλαιουχικών δαπανών. Είναι ένας διοικητικός οικονομικός διακανονισμός, ο οποίος πραγματοποιείται μετά την εκκαθάριση της χονδρικής αγοράς σε οριακές τιμές. Έτσι, δεν επηρεάζει τη σειρά ένταξης των μονάδων στο πρόγραμμα κατανομής, και δεν επηρεάζει τις οριακές τιμές και τις διασυνοριακές ροές ενέργειας. Ο χρηματοοικονομικός διακανονισμός ισοδυναμεί με τη σύναψη διμερούς σύμβασης οικονομικών διαφορών μεταξύ, συλλογικά, των αγοραστών ενέργειας από τις αγορές χονδρικής και του παραγωγού, χρησιμοποιώντας το ρυθμιζόμενο συνολικό μέσο κόστος ως τιμή εξάσκησης. Το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσουν οι αγοραστές ενέργειας μειώνεται, καθώς αντί να πληρώνουν με βάση το οριακό κόστος, πληρώνουν με βάση το μέσο κόστος για τουλάχιστον μέρος της ενέργειας που αγοράζεται. Με κατάλληλη εποπτεία της λιανικής αγοράς, μπορεί να διασφαλισθεί ότι οι πωλητές ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρουν το χαμηλότερο συνολικό κόστος στους καταναλωτές από ό,τι αν αγόραζαν ολόκληρο τον όγκο της ενέργειας σε οριακές χρηματιστηριακές τιμές.

Θετική Διέξοδος μέσω των ΑΠΕ

Παράλληλα με το σχεδιασμό της μεγάλης ανάπτυξης των ΑΠΕ και της αποθήκευσης, θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για την προώθηση των προθεσμιακών διμερών συμβάσεων ως βάση των συμβολαίων λιανικής. Αυτό είναι δύσκολο εγχείρημα και απαιτεί συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις των συμμετεχόντων στον ανταγωνισμό. 

Η προώθηση συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ιδιωτικές διμερείς συμβάσεις οικονομικών διαφορών) με φορείς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αποθήκευσης είναι επίσης υψίστης σημασίας. Σήμερα η αγορά ιδιωτικών διμερών συμβάσεων για ΑΠΕ είναι ρηχή και αβέβαιη σχετικά με τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης έργων ΑΠΕ. Το Κράτος πρέπει να διευκολύνει την ανάπτυξη της αγοράς αυτής μέσω κεντρικά οργανωμένης αγοράς, με μορφή εμπορικής πλατφόρμας εθελοντικού χαρακτήρα. 

Όπως αναφέρθηκε, απαιτείται να μεταβληθεί η εκκαθάριση της προ-ημερήσιας αγοράς, ώστε τα οικονομικά οφέλη από τις φθηνές ΑΠΕ να περνούν αυτόματα στους καταναλωτές.  Σήμερα, απαιτείται η νομοθετική παρέμβαση του Κράτους στο που και πως θα διανεμηθούν τα πλεονάσματα στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Για να ενσωματωθεί περαιτέρω το όφελος από τις ΑΠΕ, πρέπει ακόμα να γίνει η ενσωμάτωση του ΕΤΜΕΑΡ στο κόστος της Προμήθειας. 

Η μακροπρόθεσμη λύση είναι η επιτάχυνση των έργων ανάπτυξης των ΑΠΕ μέσω άμεσης επέκτασης της χωρητικότητας των δικτύων και υποσταθμών, της άρσης των εμποδίων και ιδίως της προώθησης των φωτοβολταϊκών σε συνδυασμό με αποθήκευση σε μεγάλη κλίμακα. Σε συνδυασμό με την τιμολόγηση στο μεσοσταθμικό και όχι στο οριακό κόστος, η πράσινη μετάβαση γρήγορα θα μειώσει τα τιμολόγια, και μάλιστα μόνιμα, ενώ θα απαλλάσσεται η χώρα από την αβεβαιότητα και την εξάρτηση από το φυσικό αέριο. 

--------------------------------------

Ο κ. Παντελής Κάπρος είναι καθηγητής ενεργειακής οικονομίας στο ΕΜΠ

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες ενόψει του 2022. 

1