Το εύθραυστο ευρωπαϊκό ενεργειακό μοντέλο και οι επιλογές της Ελλάδας

Το ενεργειακό ζήτημα κατέδειξε τρία κρίσιμα θέματα. Πρώτον ο ενεργειακός σχεδιασμός της Ευρώπης και πρωτίστως της Γερμανίας κατέρρευσε. Η ιδέα δηλαδή ότι η πράσινη μετάβαση θα γινόταν με το φυσικό αέριο, και μάλιστα το ρωσικό φυσικό αέριο, να αποτελεί το καύσιμο γέφυρα. Δεύτερον ακυρώθηκε η ιδέα ότι οι αγορές ενέργειας από κοινού, - τα χρηματιστήρια ενέργειας, η αγορά ρύπων και το τάργκετ μόντελ, θα διασφάλιζαν τη ροή των ιδιωτικών επενδύσεων, την επάρκεια και την προσφορά ενέργειας σε λογικές τιμές. Τρίτον, απομακρύνθηκε η ιδέα ότι η ενεργειακή πολιτική αποτελεί ευρωπαϊκή πολιτική που μπορεί να συντονίσει και να καθοδηγεί την ενεργειακή μετάβαση. Η κρίση ανέδειξε τις υπολανθάνουσες εθνικές επιλογές, τη σύγκρουση συμφερόντων και την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Η Ελλάδα αντιμετώπισε ένα επιπρόσθετο πρόβλημα. Τις λαθεμένες επιλογές στην ενεργειακή πολιτική. Τρία ήταν τα στρατηγικά λάθη. Η γρήγορη απολιγνιτοποίηση υπέρ της ανάπτυξης νέων μονάδων φυσικού αερίου, η υποβάθμιση των επενδύσεων σε δίκτυα που θα δημιουργούσαν χώρο για τις μικρές επενδύσεις σε ΑΠΕ (με την ακύρωση πρακτικά των ενεργειακών κοινοτήτων) και τέλος η ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων της ΔΕΗ και των ενεργειακών υποδομών που εγκλώβισε το ενεργειακό σύστημα σε μία μόνιμη «παγίδα εγγυημένων αποδόσεων».

 

Έτσι η μετάβαση σε ΑΠΕ καθυστερεί λόγω της έμφασης στις χρονοβόρες μεγάλες επενδύσεις, οι επενδύσεις σε μονάδες φυσικού αερίου είναι πλέον αμφίβολης βιωσιμότητας και η επιδότηση των λογαριασμών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εξελίχθηκε πρακτικά σε μόνιμο πεδίο χρηματοδότησης της πρωτόγνωρης κερδοφορίας του ενεργειακού κλάδου.

Η επιστροφή στο λιγνίτη ως σπασμωδική αντίδραση προσέφερε προσωρινά κάποιες λύσεις, με αβέβαιη όμως προοπτική. Η στρατηγική της χώρας χρειάζεται τομές. Πρώτον αλλαγή της ενεργειακής αγοράς και αποσύνδεση της από την τιμή του φυσικού αερίου. Δεύτερον ενίσχυση των προθεσμιακών αγορών. Τρίτον ενθάρρυνση των επενδύσεων σε τοπικά δίκτυα, αν είναι αναγκαίο ανοίγοντας το πεδίο και σε τοπικές εταιρείες, απλοποιώντας τις διαδικασίες και δημιουργώντας νέα πεδία αυτοπαραγωγής. Τέταρτο, ένα βιώσιμο χωροταξικό για τις ΑΠΕ με σαφείς κανόνες, ακύρωση προβληματικών αδειών από το απώτερο παρελθόν και νέες διαδικασίες προκήρυξης αδειών - εκδήλωσης ενδιαφέροντος σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. 

Ο ελληνικός σχεδιασμός καλείται να εναρμονιστεί με εκείνες τις πολιτικές ευρωπαϊκών χωρών που ευνοούν την ελληνική περίπτωση. Πρώτον χρειάζονται νέοι ευρωπαϊκοί πόροι και ευρωπαϊκές λύσεις. Η «γερμανική λύση», της εθνικής διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης με «εθνικό δανεισμό», ανάλογα δηλαδή με τις δυνατότητες δανεισμού κάθε χώρας, απορρυθμίζει κάθε προοπτική «ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών». Δεύτερον χρειάζεται μεγαλύτερη διασύνδεση των εθνικών συστημάτων, στον αντίποδα του γαλλικής άρνησης της διασύνδεσης της Ιβηρικής χερσονήσου. Τρίτον, μπορεί να επιβραδύνεται ο ρυθμός της πράσινης μετάβασης, με την παράταση της απανθρακοποίησης, αλλά αυτό αφορά πρωτίστως τη σχετική απομείωση του φυσικού αερίου και όχι την επιτάχυνση των ΑΠΕ, που διαφαίνεται ως η μόνη προοπτική. Τέλος η εξοικονόμηση αποδείχτηκε το ισχυρό χαρτί της κρίσης και η επιτάχυνση της σε κτίρια, παραγωγή και μεταφορές καλείται να αποτελέσει απόλυτη προτεραιότητα. 

Η ενεργειακή κρίση θα αντιμετωπίζει το θέμα της επάρκειας διαθέσιμων πόρων για ένα ή δύο χρόνια ακόμα. Τα 170 bcm του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, δεν καλύπτονται από το επιπρόσθετο αέριο από το Αζερμπαιτζάν, το Κατάρ, τις εξαγωγές των ΗΠΑ, της Νορβηγίας και  των χωρών του Μαγκρέμπ. Όλα αυτά μαζί αντικατέστησαν λίγο πάνω από το ένα τρίτο του ρωσικού αερίου και η εξοικονόμηση βοήθησε να φθάσει στο μισό. Με μία λέξη η συνεχιζόμενη ροή του ρωσικού αερίου, έστω στο μισό της παλαιότερης ροής, συνέχισε να γεμίζει τους αποθηκευτικούς χώρους. 

Η κατάσταση δεν θα αλλάξει και πολύ τον επόμενο χειμώνα. Οι εξελίξεις θα είναι κρίσιμες. Και οι πολιτικές πρέπει να ανταποκρίνονται στα πραγματικά δεδομένα. Οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό μοντέλο ενέργειας πρέπει να είναι σαρωτικές και να εδράζονται στην αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας των αγορών, σε αναπόφευκτες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο, σε μία νέα σχέση ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, και σε μία επαναθεώρηση της σχέσης τοπικού και εθνικού πεδίου της πράσινης μετάβασης.

* Ο κ. Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας

1