Πιο ευέλικτους ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους θα προτείνει η Κομισιόν τον Ιούλιο – Το μεγάλο παζάρι και ο ρόλος των διεθνών πιστώσεων άνθρακα

Η Ευρωπαϊκή Ένωση σημειώνει σημαντική πρόοδο προς την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων της για το 2030, σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που υπέβαλαν τα κράτη μέλη. Η αναθεώρηση υπογραμμίζει σημαντικές βελτιώσεις στα εθνικά σχέδια μετά τις συστάσεις που εξέδωσε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2023.
Οι συλλογικές προσπάθειες των κρατών μελών έχουν φέρει την ΕΕ σε απόσταση αναπνοής από τους βασικούς στόχους της για το κλίμα: μείωση κατά 55% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) και επίτευξη μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τουλάχιστον 42,5% έως το 2030. Εάν εφαρμοστούν πλήρως τα υφιστάμενα και τα προγραμματισμένα εθνικά και ενωσιακά μέτρα, η Ένωση προβλέπεται να μειώσει τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά περίπου 54% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Παρόλα αυτά, και εν μέσω των έντονων πιέσεων που δέχεται από συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας η Κομισιόν αναμένεται τον Ιούλιο να προτείνει έναν νέο στόχο για το κλίμα, ο οποίος θα περιλαμβάνει ευελιξία για τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες τον επιτυγχάνουν.
Σύμφωνα με πηγές τις οποίες επικαλείται το Reuters, o επίτροπος για το κλίμα, Βόπκε Χούκστρα, επιβεβαίωσε τα σχέδια για την παρουσίαση ενός κλιματικού στόχου της ΕΕ για το 2040 στις 2 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια συνάντησης με εκπροσώπους των χωρών της ΕΕ την περασμένη Τετάρτη. Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν κεκλεισμένων των θυρών.
Ευελιξία στους τρόπους
Η πρόταση θα θέσει ως στόχο της ΕΕ να μειώσει τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, ανέφεραν οι διπλωμάτες. Ωστόσο, η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ σχεδιάζει να προσθέσει ευελιξία σε αυτόν τον στόχο, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει τις απαιτήσεις της από τις εγχώριες βιομηχανίες.
Οι ευέλικτες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν τον καθορισμό ενός στόχου μείωσης των εκπομπών για τις εγχώριες βιομηχανίες που είναι χαμηλότερος από 90% και την άδεια των χωρών να αγοράζουν διεθνείς πιστώσεις άνθρακα για να καλύψουν το υπόλοιπο, ώστε να φτάσουν το 90%, ανέφεραν οι διπλωμάτες.
Η Επιτροπή έχει υποσχεθεί να μην αποδυναμώσει τους φιλόδοξους στόχους της Ευρώπης για το κλίμα, παρά την αυξανόμενη κριτική από κυβερνήσεις και νομοθέτες που ανησυχούν για το κόστος για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες αγωνίζονται με τις υψηλές τιμές ενέργειας και τους επικείμενους δασμούς των ΗΠΑ.
Μέσα στο εξαιρετικά ρευστό αυτό περιβάλλον η Επιτροπή έχει καθυστερήσει την πρότασή της για το κλίμα του 2040, και τους τελευταίους μήνες έχει αποδυναμώσει άλλους πράσινους νόμους σε μια προσπάθεια να εκτονώσει τις πολιτικές αντιδράσεις.
Διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΕ
Οι χώρες της ΕΕ είναι διχασμένες σχετικά με τον στόχο του 2040, τον οποίο πρέπει να εγκρίνουν τόσο οι ίδιες σε εθνικό επίπεδαο όσο και οι νομοθέτες της ΕΕ. Η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Δανία είναι μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν τη μείωση των εκπομπών κατά 90%. Σε αυτές που αντιτίθενται περιλαμβάνονται η Ιταλία και η Τσεχική Δημοκρατία.
Η Γερμανία από την πλευρά της έχει υποστηρίξει έναν στόχο 90%, υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν διεθνείς πιστώσεις άνθρακα για να επιτύχουν τρεις ποσοστιαίες μονάδες του στόχου.
Η Επιτροπή εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο χαλάρωσης των απαιτήσεων για τις χώρες όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών σε συγκεκριμένους τομείς - παρέχοντάς τους περισσότερες επιλογές ως προς το ποιες βιομηχανίες αναλαμβάνουν τη δύσκολη δουλειά για την επίτευξη του στόχου, ανέφεραν οι διπλωμάτες.
Οι πιστώσεις άνθρακα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντως εξετάζει το ενδεχόμενο να συνυπολογίσει τις διεθνείς πιστώσεις άνθρακα στον επόμενο στόχο της για το κλίμα, μια κίνηση που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών CO2 που απαιτεί από τις εγχώριες βιομηχανίες.
Η ιδέα συγκαταλέγεται στις επιλογές που συζητούνται από τον Επίτροπο της ΕΕ για το κλίμα, Βόπκε Χούκστρα, με τα κράτη μέλη και τους νομοθέτες του μπλοκ , ορισμένοι από τους οποίους αντιτίθενται στον κλιματικό στόχο της ΕΕ για το 2040 .
Ορισμένες κυβερνήσεις και νομοθέτες υποστηρίζουν επίσης ότι οι πράσινοι κανόνες της ΕΕ βλάπτουν τις εγχώριες βιομηχανίες που πλήττονται από τους δασμούς των ΗΠΑ και τις φθηνές εισαγωγές.
Επί του παρόντος η Επιτροπή αξιολογεί επιλογές, όπως ο καθορισμός ενός στόχου μείωσης των εκπομπών για τις εγχώριες βιομηχανίες έως το 2040, ο οποίος είναι χαμηλότερος από 90%, και η δυνατότητα στις χώρες να αγοράζουν διεθνείς πιστώσεις άνθρακα για να καλύψουν το υπόλοιπο ποσό.
Αυτό θα σήμαινε ότι οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να αγοράσουν πιστώσεις από έργα που μειώνουν τις εκπομπές CO2 στο εξωτερικό - για παράδειγμα, την αποκατάσταση δασών στη Βραζιλία - και να συνυπολογίσουν αυτές τις μειώσεις εκπομπών στον στόχο της ΕΕ.
Η κίνηση αυτή θα αποτελούσε μια στροφή 180 μοιρών για την ΕΕ, της οποίας οι άλλοι κλιματικοί στόχοι επιτυγχάνονται μόνο με εγχώριες προσπάθειες.
Η ΕΕ απαγόρευσε τις διεθνείς πιστώσεις από την αγορά άνθρακα το 2013, μετά από μια πλημμύρα φθηνών πιστώσεων που συνέβαλε στην πτώση της τιμής του άνθρακα στην ΕΕ.
Οι προσπάθειες των χωρών να ξεκινήσουν μια αγορά άνθρακα που υποστηρίζεται από τον ΟΗΕ στοχεύουν στην αντιμετώπιση τέτοιων ανησυχιών σχετικά με την αξιοπιστία, εισάγοντας αυστηρότερες διασφαλίσεις , ώστε οι πιστώσεις να προσφέρουν με αξιοπιστία τα οφέλη για το κλίμα που ισχυρίζονται.
Άλλοι υποστήριξαν ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει τον ρόλο της ΕΕ στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα με αναπτυσσόμενες χώρες των οποίων τα έργα παραγωγής πιστώσεων CO2 θα μπορούσαν να λάβουν στήριξη από την ΕΕ.
Ο CBAM
Ο μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM) της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδιάστηκε για να αποτρέπει τη διαρροή άνθρακα και να εξασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα επιβαρύνεται άδικα από τις περιβαλλοντικές πολιτικές της. Αυτό σημαίνει ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες που έχουν χαμηλότερους κανόνες για τις εκπομπές άνθρακα από την Ευρώπη μπορεί να υπόκεινται σε επιπλέον φόρο ή να απαιτείται η αγορά πιστώσεων άνθρακα για να καλύψουν τις εκπομπές που σχετίζονται με την παραγωγή τους.