Το τέλος των ορυκτών καυσίμων: Η ευκαιρία του Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού

07 05 2018 | 11:57

Ένας κύκλος σχεδόν είκοσι –χαμένων- ετών μοιάζει να φτάνει στο τέλος του, με την επίσημη έναρξη της διαβούλευσης για τη διαμόρφωση ενός μακροχρόνιου σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα. Ήταν το 1999 όταν με αφορμή την εδραίωση της γνώσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την ανάγκη για ασφαλή και επαρκή ενεργειακή τροφοδοσία, αλλά και την απελευθέρωση της αγοράς, ο νόμος 2773/1999 όριζε την αναγκαιότητα, αλλά και τα κριτήρια, για την κατάστρωση ενός εθνικού ενεργειακού σχεδίου (ΕΕΣ).

Σήμερα η διαμόρφωση του ΕΕΣ μπορεί να ανοίξει έναν νέο κύκλο. Μιας χώρας με μηδενική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Όχι γιατί οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού επιτυγχάνονται μόνο[1] με μείωση εκπομπών κατά τουλάχιστον 95% το 2050.[2] Όχι επειδή η Ευρώπη πλέον μπαίνει σε πορεία μηδενικών εκπομπών έως τα μισά του αιώνα[3]. Αλλά κυρίως επειδή αυτό θα ωφελήσει την οικονομία, τους πολίτες και το περιβάλλον της Ελλάδας.

Από πού θα ξεκινήσουμε όμως την προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα; Η απάντηση είναι απλή. Aπό την ηλεκτροπαραγωγή, στην οποία οφείλεται το ήμισυ των εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, και για την οποία διαθέτουμε ήδη τις εναλλακτικές τεχνολογικές λύσεις. Απαραίτητα βήματα σε αυτή τη κατεύθυνση είναι η ακύρωση των σχεδίων κατασκευής νέων λιγνιτικών μονάδων, η ριζική αναβάθμιση των πεπαλαιωμένων λιγνιτικών μονάδων και ο καθορισμός δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος απόσυρσής τους ως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2030. Μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου[4], για λογαριασμό του WWF, έδειξε μάλιστα πως, δίχως να απαιτηθεί εγκατάσταση νέων μονάδων φυσικού αερίου, η απεξάρτηση από τον λιγνίτη, και το κλείσιμο των νησιωτικών σταθμών πετρελαίου, είναι εφικτά στα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας του 2030, και θα οδηγήσουν σε σημαντικά χαμηλότερο σταθμισμένο κόστος ηλεκτροπαραγωγής, σε σχέση με τα σενάρια επέκτασης του λιγνιτικού μοντέλου.

Εάν μπορούμε δίχως λιγνίτη, είναι βέβαιο πως μπορούμε και χωρίς εξορύξεις υδρογονανθράκων, που χωρίς προφανή οφέλη, απειλούν, μετά τα λιγνιτικά κέντρα, να θέσουν σε αναπτυξιακό μαρασμό και απομόνωση τις τοπικές κοινωνίες σε Ήπειρο, Ιόνιο και Κρήτη[5].

Και πως θα ζήσουμε; Από τον ήλιο, τον αέρα, και την αποθήκευση ενέργειας! Εάν θέλουμε να πετύχουμε τους ευρωπαϊκούς στόχους καθαρών πηγών ενέργειας το 2030, το μερίδιο τους στην τελική κατανάλωση ενέργειας και δη στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να αυξηθεί δραματικά σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα – είναι τεκμηριωμένο πλέον πως η ισχύς φωτοβολταϊκών και αιολικών μπορεί να ξεπεράσει τα 6 και 7GW αντίστοιχα έως το 20303. Ο, δε, στόχος διείσδυσης ΑΠΕ 27% για το 2030 που προωθεί ο Έλληνας Υπουργός, όχι μόνο δεν επαρκεί για την έγκαιρη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μέλλον που βασίζεται εξ ολοκλήρου στις ΑΠΕ, αλλά αυξάνει και το κόστος και την προσπάθεια που θα απαιτηθεί στα τελευταία χρόνια αυτής της μετάβασης. Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ θα απαιτήσει, παράλληλα, συστήματα αποθήκευσης ισχύος 2,5-3,5GW4.

Εξαιρετικά ώριμες είναι, πλέον, και οι συνθήκες για μια φιλόδοξη πολιτική στον τομέα της εξοικονόμησης. Τα οφέλη από τον περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης αποτελούν πλέον κοινή γνώση: προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τόνωση των ελληνικών επιχειρήσεων παραγωγής υλικών και συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας. Και εδώ, η ελληνική κυβέρνηση υστερεί σημαντικά σε φιλοδοξία. Προωθεί έναν στόχο μείωσης της κατανάλωσης κατά 30% για το 2030, όταν το 40% είναι όχι μόνο πιο ωφέλιμο, αλλά και μέσα στις δυνατότητες της χώρας3. Έναν φιλόδοξο στόχο, άλλωστε, έχουν ήδη ζητήσει με κοινή τους επιστολή 12 φορείς της βιομηχανίας, ερευνητικά ιδρύματα και το WWF Ελλάς[6].

Το πάζλ της ενεργειακής μετάβασης όμως δεν θα είναι πλήρες εάν δεν θέσει την κοινωνική δικαιοσύνη ως προτεραιότητα. Για την Ελλάδα αυτό μεταφράζεται σε στροφή των τοπικών οικονομιών προς βιώσιμη κατεύθυνση με ταυτόχρονη στήριξη των εργαζομένων στον λιγνίτη και των οικογενειών τους. Για να  επιτευχθούν όμως αυτοί οι δύσκολοι στόχοι απαιτείται ένα συγκεκριμένο, μακροπρόθεσμο σχέδιο και οι απαραίτητοι πόροι για την υλοποίησή του. Σε αυτή την κατεύθυνση, το WWF Ελλάς σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο έχει εκπονήσει έναν οδικό χάρτη[7] για την προσαρμογή της Περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική περίοδο που συνίσταται στην ανάπτυξη 12 βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίοι μπορούν να αποφέρουν περίπου 11.600 θέσεις εργασίας και €2,5 δις τοπικά προστιθέμενη αξία, με επενδύσεις €2,35 δις έως το 2030. Είναι δηλαδή εφικτή η αναζωογόνηση της τοπικής οικονομίας που θα δεχτεί ακόμα μεγαλύτερη πίεση τα επόμενα χρόνια από την περαιτέρω συρρίκνωση της λιγνιτικής δραστηριότητας.

Μέσα από τον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό, η σφραγίδα που θα αφήσει η σημερινή Κυβέρνηση στον ενεργειακό τομέα θα μείνει ανεξίτηλη για πολλές δεκαετίες. Ας μην πάει χαμένη αυτή η μεγάλη ευκαιρία.

 

 

Ο Μιχάλης Προδρόμου είναι σύμβουλος ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς.

 

 

[2] Σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

[3] https://www.euractiv.com/section/climate-environment/news/parliament-backs-net-zero-carbon-emissions-by-2050/

[4] Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και WWF Ελλάς. (2017, Οκτώβριος). Μακροχρόνιος Σχεδιασμός για το Ενεργειακό Σύστημα της Ελλάδας. Διαθέσιμο: www.wwf.gr/images/pdfs/Long_Term_Energy_Plan4Greece.pdf  

[5] http://www.wwf.gr/news/2062-wwf-greenpeace-2

[6] http://www.wwf.gr/news/2033-wwf-12-27-2012

[7] WWF Ελλάς (2016, Ιούλιος). Οδικός Χάρτης Μετάβασης στη Μεταλιγνιτική Περίοδο για την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Διαθέσιμο: http://www.wwf.gr/images/pdfs/Rmap_Study.pdf