Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, όχι Ενεργειακός Απομονωτισμός

Στη χώρα μας διαπιστώνεται συχνά μία βασική παρερμηνεία όταν συζητάμε για την ανάγκη εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, τείνει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει την ιδιοκτησία του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, αυτός όμως καλείται να επιτύχει στόχους που τίθενται από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η χώρα μας. Ως αποτέλεσμα, τείνουμε να ομφαλοσκοπούμε σε τέτοιο βαθμό που επιχειρούμε να οριοθετήσουμε το πού θα πάει διεθνώς η ενέργεια αύριο, με τους όρους του δικού μας εθνικού σήμερα. Αντί λοιπόν να αναλύουμε τις τάσεις σκιαγραφώντας το μέλλον και καθορίζοντας πώς με τις διαθέσιμες σε εμάς δυνατότητες θα ανταποκριθούμε στο αύριο, επιχειρείται το άτοπο: να καθορίσουμε το μέλλον με βάση το πού βρισκόμαστε ή που θέλουμε να παραμείνουμε σήμερα.

Όταν για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030 (σε σύγκριση με το 1990) και ο στόχος της είναι να αυξηθεί η τιμή του δικαιώματος εκπομπής CO2 σε τέτοια επίπεδα, ώστε η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα/λιγνίτη να είναι λιγότερο συμφέρουσα από την παραγωγή από φυσικό αέριο και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε το μέλλον με βάση απλά το γεγονός ότι εμείς διαθέτουμε λιγνιτικά κοιτάσματα.

Ειδικά όταν έχουμε κι άλλες διαθέσιμες εθνικές επιλογές, όπως το πλούσιο δυναμικό της χώρας σε ΑΠΕ, που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του μέλλοντος, δεν νοείται εμείς να τις αγνοούμε, παραμένοντας προσκολλημένοι σε ένα μοντέλο ηλεκτρισμού, απλά και μόνο γιατί αυτό ήταν το μοναδικό για δεκαετίες. Και φυσικά δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους νεότερους και πιο αποδοτικούς στόλους ευέλικτων μονάδων Φυσικού Αερίου, ο οποίος εγγυάται σε μεγάλο βαθμό την ασφάλεια τροφοδοσίας και διευκολύνει τη μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Επειδή δε στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αναμένεται την επόμενη δεκαετία να αυξηθεί η ανάγκη για λειτουργία νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής –με χαμηλές ή μηδενικές εκπομπές CO2- o νεότευκτος αυτός στόλος μονάδων της Ελλάδας μπορεί να της εξασφαλίσει αναβαθμισμένο ρόλο στην εύρυθμη καθημερινή λειτουργία των Ηλεκτρικών Συστημάτων της γειτονιάς μας (σε μια αντιστροφή της παραδοσιακής κατάστασης όπου η Ελλάδα κυρίως εισάγει ηλεκτρική ενέργεια).

Οι νέες μονάδες κατέστησαν εφικτή την κάλυψη των αιχμών ζήτησης και στις πιο δύσκολες καταστάσεις των τελευταίων ετών αποφεύγοντας την εμπειρία ενός νέου black-out, μειώνοντας παράλληλα το κόστος παραγωγής, καθώς στο ίδιο χρονικό διάστημα παλαιές ρυπογόνες και αντιοικονομικές μονάδες παραγωγής –π.χ. πετρελαϊκές- τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Ταυτόχρονα η ευέλικτη λειτουργία των νέων αυτών μονάδων καθιστά εφικτή την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, αφού σε ημερήσια βάση οι μονάδες αυτές λειτουργούν με τον πλέον ευέλικτο τρόπο (κυκλική λειτουργία, υψηλοί ρυθμοί ανόδου/καθόδου).   

Επομένως, ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις τάσεις του μέλλοντος, την αδήριτη ανάγκη για ασφάλεια εφοδιασμού, την εξασφάλιση του χαμηλότερου δυνατού κόστους ενέργειας και φυσικά τις διαθέσιμες επιλογές. Όλες όμως τις διαθέσιμες επιλογές.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο ΕΣΑΗ πιστεύει ότι ο τομέας ηλεκτρισμού στην Ελλάδα θα πρέπει να ακολουθήσει τη δέσμευση που έχει αναλάβει η ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρισμού –μέσω της Eurelectric- για παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρισμού με ουδέτερη/μηδενική εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα ως το 2050. Για τη χώρα μας αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή ηλεκτρισμού από λιγνίτη θα πρέπει να μειώνεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια (καθώς, βάσει των προσπαθειών για επίτευξη των κλιματικών στόχων, θα επιδεινώνονται τα οικονομικά αυτής της δραστηριότητας), όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει, με το μερίδιο των ΑΠΕ να αυξάνεται και το αέριο (φυσικό αέριο, συνθετικό μεθάνιο από ανανεώσιμο υδρογόνο, βιομεθάνιο και υδρογόνο) να λειτουργεί ως το στρατηγικό καύσιμο-γέφυρα κατά τη μεταβατική περίοδο ως το 2050:

·         παρέχοντας την απαραίτητη ευελιξία και αξιοπιστία για την κάλυψη της μεταβαλλόμενης ή/και στοχαστικής παραγωγής των ανανεώσιμων πηγών

·         αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική θέση της χώρας, η οποία αναμένεται να καταστεί με την κατασκευή των νέων αγωγών φυσικού αερίου ένας ισχυρός περιφερειακός κόμβος (hub)

·         προσφέροντας τη δυνατότητα επενδύσεων σε πιο αποδοτικές τεχνολογίες αιχμής για τη σταδιακή και προγραμματισμένη υποκατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής

·         ελαχιστοποιώντας το κόστος αυτής της μετάβασης για την ελληνική οικονομία και τον τελικό καταναλωτή.

Αυτός είναι ο τελικός προορισμός, και αποστολή του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού είναι πώς θα φτάσουμε στον προορισμό έχοντας τα μεγαλύτερα οφέλη, όχι πώς θα πελαγοδρομούμε με την ελπίδα να αποφύγουμε το μέλλον.

Ο ρυθμός μείωσης της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στην Ελλάδα τα επόμενα 10-15 χρόνια θα εξαρτηθεί κυρίως από την τιμή του δικαιώματος εκπομπής CO2. Είναι ενδεικτικό ότι έχει συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ενεργοποίηση ενός ενδυναμωμένου Market Stability Reserve το 2019, που πιθανώς θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση στην τιμή του δικαιώματος που ήδη κινείται ανοδικά και σήμερα βρίσκεται στα 13-14 Ευρώ/τόνο (τα σενάρια που επεξεργάζεται η ΕΕ προβλέπουν μέση τιμή στα 25 Ευρώ/τόνο για την περίοδο 2021-2030).

Υπάρχει όμως κάτι που εξαρτάται από εμάς και πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού: το πώς θα ελαχιστοποιήσουμε τα προβλήματα –πέρα από τα οφέλη- που συνεπάγεται η αλλαγή στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.

Ο λιγνίτης για δεκαετίες είχε καθοριστικό ρόλο στη ζωή ολόκληρων περιφερειών της Ελλάδας, η μείωση του μεριδίου του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα θα πρέπει οπωσδήποτε να συνοδευτεί από την υλοποίηση καλά σχεδιασμένων, μακροχρόνιων προγραμμάτων για τη στήριξη των περιοχών με παραδοσιακά ισχυρή οικονομική δραστηριότητα βασισμένη στη λιγνιτική βιομηχανία, κατά τη μετάβαση τους σε ένα νέο πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης. Είναι χρέος όλων μας να υποστηρίξουμε τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες βασίστηκε η ηλεκτρική τροφοδοσία της χώρας για δεκαετίες. Η κεντρική κυβέρνηση και η περιφερειακή αυτοδιοίκηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν για αυτό το σκοπό κάθε διαθέσιμο εργαλείο (μεμονωμένα ή συνδυαστικά) σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και να συμβάλλουν στη δημιουργία νέων πλαισίων και προγραμμάτων όπου απαιτείται.

Και φυσικά το μέλλον εκτός από ΑΠΕ περιλαμβάνει αποθήκευση ενέργειας και βέβαια εκτεταμένες και ισχυρές ηλεκτρικές διασυνδέσεις ώστε και οι αγορές να συζευχθούν αποδοτικά αλλά και η παραγωγή από τις ανανεώσιμες πηγές να διοχετεύεται στα μεγάλα κέντρα κατανάλωσης της Ευρώπης. Η Ελλάδα πρέπει αφενός να επιταχύνει τη διασύνδεση των νησιών της κι αφετέρου να ενισχύσει σημαντικά τις διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες. Θα πρέπει όμως –σε συνεργασία με τις γειτονικές χώρες- να αρχίσει να σχεδιάζει και τη δημιουργία ηλεκτρικής λεωφόρου (electricity highway) ώστε η πολύ αυξημένη –μελλοντικά- παραγωγή από ΑΠΕ να μπορεί να βρει διέξοδο προς την Κεντρική Ευρώπη.

Μόνο έτσι μπορούμε να μιλάμε για εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, κι όχι για ενεργειακό απομονωτισμό.  

-------------------

Ο Δρ. Γιώργος Στάμτσης είναι Γενικός Διευθυντής Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ)

Το άρθρο περιλαμβάνεται στην έκδοση GREEK ENERGY 2018 που εκδίδει για έβδομη χρονιά το επιτελείο του energypress