Ένα ενεργειακό σύστημα βασιζόμενο στους πολίτες: ενεργοποιώντας την κοινοτική αγορά ενέργειας για βιοενέργεια.

20 01 2021 | 08:44

Στην αναθεωρημένη οδηγία για την ανανεώσιμη ενέργεια (2018/2001), η ΕΕ θεωρεί τις ενεργειακές κοινότητες καθοριστικές για την περαιτέρω αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας από την αγορά και αναθέτει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ρυθμιστικά πλαίσια για την ενεργοποίηση και τη διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας. Την ίδια στιγμή, πολλά εμπόδια αποτρέπουν τους πολίτες από το να γίνουν παραγωγοί βιοενέργειας καθώς και επηρεάζουν την ελκυστικότητα των έργων βιοενέργειας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η έλλειψη ετοιμότητας των κοινοτήτων για να αξιοποιήσουν πλήρως το δυναμικό της αγοράς βιοενέργειας[1], η έλλειψη συνειδητοποίησης σχετικά με το τοπικό δυναμικό βιοενέργειας και η απουσία (σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο) ενός κατάλληλου πολιτικού πλαισίου. Για ένα ενεργειακό σύστημα που βασίζεται σε πολίτες, το έργο BECoop (2020-2023) που χρηματοδοτείται από τον Ορίζοντα 2020, στοχεύει να καταστήσει τις «βιο-ενεργειακές κοινότητες» πρωτεργάτες για την τοπική παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.

Παρόλο που έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ΕΕ για μια πιο αποτελεσματική μετάβαση σε καθαρή ενέργεια, ο ρυθμός διείσδυσης των ΑΠΕ στους τρεις βασικούς ενεργειακούς τομείς (ηλεκτρισμός, θερμότητα & ψύξη, μεταφορές) παρουσιάζει σημαντικές ανισότητες. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρατηρείται μια μάλλον αργή διείσδυση της ανανεώσιμης ενέργειας στον τομέα θέρμανσης και ψύξης στην ΕΕ, η οποία αντιπροσωπεύει το 51% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ, και αναμένεται να αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μερίδιο της ζήτησης έως το 2050. Κατανοώντας την ανάγκη για επιτάχυνση των προσπαθειών, η ΕΕ έχει υιοθετήσει ένα στόχο για ετήσια αύξηση 1,3% στην ανανεώσιμη θερμότητα κατά την επόμενη δεκαετία.

Μαζί με την πρόκληση της αύξησης της διείσδυσης της ανανεώσιμης θέρμανσης, υπάρχει ταυτόχρονα ένα σημαντικό, ανεκμετάλλευτο δυναμικό ανανεώσιμης ενέργειας που πρέπει να εξεταστεί σοβαρά, η βιοενέργεια. Προερχόμενη από βιολογικά οργανικά υλικά, η βιοενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας και καυσίμων. Αν και δεν αξιοποιείται πλήρως, κατέχει στην πράξη το υψηλότερο δυναμικό για την αντικατάσταση της θερμότητας με ορυκτά καύσιμα, ενώ παραμένει η κύρια τεχνολογία που χρησιμοποιείται στον τομέα της ανανεώσιμης θέρμανσης στην ΕΕ. Όπως προτείνουν διάφοροι εμπειρογνώμονες, η επέκταση των έργων βιοενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη θα είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των καθορισμένων περιβαλλοντικών στόχων της ΕΕ.

Εκτός από τις επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, η αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας εξαρτάται και από τις αντιλήψεις των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακές κοινότητες και οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί (ΕΚΟΙΝ) παρέχουν ένα ιδανικό μέσο για την υποστήριξη μιας πιο αποτελεσματικής, δίκαιης και εκδημοκρατισμένης μετάβασης στη καθαρή ενέργεια, προσφέροντας πολλαπλά οφέλη: βοηθούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, συμβάλλουν στο μετριασμό της ενεργειακής φτώχειας, συνεισφέρουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, εγγυώνται την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και άλλα.

Οι βιο-ενεργειακές κοινότητες μπορούν να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην απορρόφηση της αγοράς των τεχνολογιών θέρμανσης βιοενέργειας, ωστόσο η ανάπτυξή τους σήμερα παραμένει σημαντικά αργή. Ενώ υπάρχουν, αναμφισβήτητα, πολυάριθμοι ΕΚΟΙΝ σε ολόκληρη την Ευρώπη, η συντριπτική τους πλειοψηφία επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας, με μικρό μόνο ποσοστό αυτών να έχουν δραστηριότητες σχετικές με την ενεργειακή αξιοποίηση της βιομάζας. Επιπλέον, η γεωγραφική διασπορά των ΕΚΟΙΝ είναι περιορισμένη, καθώς το 80% αυτών βρίσκονται είτε στη Γερμανία είτε στη Δανία. Παράλληλα, όσον αφορά το είδος της ενέργειας που παράγεται, ο ηλεκτρισμός παίρνει τη μερίδα του λέοντος, σε αντίθεση με τη θερμότητα.

Υπάρχει σαφής ανάγκη για την ενεργοποίηση του δυναμικού της κοινοτικής βιοενέργειας στην αγορά, και αυτό ακριβώς επιδιώκει να κάνει το BECoop, ένα νέο έργο που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020». Η φιλοδοξία του BECoop είναι να προωθήσει την ανάπτυξη τεχνολογιών θέρμανσης με βιοενέργεια σε ολόκληρη την Ευρώπη, μέσω της παροχής των απαραίτητων συνθηκών, των εργαλείων τεχνικής και επιχειρηματικής υποστήριξης καθώς και με την ενίσχυση της ζήτησης για βιοενέργεια και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων των επενδύσεων σε έργα κοινοτικής βιοενέργειας.

Το έργο στοχεύει να κάνει τα κοινοτικά έργα βιοενέργειας πιο ελκυστικά για πιθανούς ενδιαφερόμενους φορείς και να προωθήσει νέους δεσμούς και συνεργασίες μεταξύ της διεθνούς κοινότητας βιοενέργειας. Το έργο θα διερευνήσει και θα προσδιορίσει τους παράγοντες που είτε διευκολύνουν είτε εμποδίζουν την απορρόφηση της κοινοτικής βιοενέργειας στην αγορά, και βασιζόμενο σε αυτές τις πληροφορίες, θα υποστηρίξει και θα ενεργοποιήσει τους υπευθύνους χάραξης πολιτικών για την θέσπιση των κατάλληλων πλαισίων για την κοινοτική βιοενέργεια. Συνολικά, 4 πιλοτικές περιπτώσεις από την Ευρώπη (Ισπανία, Ελλάδα, Πολωνία, Ιταλία) έχουν επιλεγεί, αποτελούμενες είτε από υπάρχουσες ενεργειακές κοινότητες που επιδιώκουν να συμπεριλάβουν έργα θέρμανσης με βιοενέργεια (τηλεθέρμανση, λέβητες pellet, δασική βιομάζα) είτε από τοπικές / εθνικές αρχές που έχουν στόχο την έναρξη νέων κοινοτικών δομών βιοενέργειας για υποστήριξη των στόχων τους για μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Οι επιλεγμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων ενεργειακών κοινοτήτων, με διαφορές ως προς το γενικότερο πλαίσιο και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, την ωριμότητα στις δράσεις  κοινοτικής βιοενέργειας, και το εύρος διείσδυσης της ανανεώσιμης ενέργειας στην αγορά θέρμανσης, παρέχοντας έτσι μια εξαιρετικά συμπληρωματική σύνθεση αναφορών.

Το έργο συντονίζεται από τη White Research, συμβουλευτική εταιρεία κοινωνικής έρευνας, με έδρα το Βέλγιο, που ειδικεύεται στη συμπεριφορά των καταναλωτών, στην ανάλυση της αγοράς και στη διαχείριση της καινοτομίας στους τομείς της Ενέργειας, της Υγείας, των Τεχνολογιών της Πληροφορίας (ΤΠΕ), των Μεταφορών, της Γεωργίας, και άλλων σχετικών τομέων και υπο-τομέων.

Από ελληνικής πλευράς, στο έργο BECoop συμμετέχει το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) / Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων (ΙΔΕΠ), η Ενεργειακή Κοινότητα Καρδίτσας ΣΥΝ.ΠΕ. (ΕΣΕΚ) και η Q-PLAN International.

Το ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ είναι υπεύθυνο για την τεχνική υποστήριξη των πιλότων του έργου για την ανάπτυξη και προώθηση της κοινοτικής βιοενέργειας. Το ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ συντονίζει την εργασία που αφορά στην καθοδήγηση των πιλότων του έργου για την επιλογή κατάλληλων τεχνολογιών και την εφαρμογή προτεινόμενων λύσεων για την ανάπτυξη κοινοτικής βιοενέργειας στις επιμέρους κοινότητες, καθώς και συμβάλει στην διάδοση των αποτελεσμάτων του έργου.

H ΕΣΕΚ είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη και τον προγραμματισμό δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων σε τοπικό επίπεδο. Ως πρεσβευτής κοινοτήτων βιο-ενέργειας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων, η ΕΣΕΚ θα οργανώσει επιδείξεις μικρής κλίμακας, θα φέρει σε επαφή πιθανούς ενδιαφερόμενους φορείς, θα διοργανώσει εκστρατείες ευαισθητοποίησης των πολιτών, κ.α. με σκοπό, την ανάπτυξη και τη λειτουργία κοινοτήτων βιο-ενέργειας στον τομέα της ανανεώσιμης θέρμανσης.

Η Q-PLAN International είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη μιας Πλατφόρμας Συνεργασίας και Ανταλλαγής Τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών για το οικοσύστημα της κοινοτικής βιοενέργειας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα συντονίσει την ανάπτυξη ενός Δικτύου Ενδιαφέροντος με στόχο την κινητοποίηση όλων των φορέων, όπως και της κοινωνίας των πολιτών, στον τομέα της κοινοτικής βιοενέργειας. Παράλληλα συντονίζει την ανάπτυξη επιχειρηματικών πλάνων ανάπτυξης, ενεργειών δικτύωσης και την παροχή επιχειρηματικής συμβουλευτικής υποστήριξης. Τέλος θα συντάξει το Σχέδιο Αξιοποίησης των αποτελεσμάτων του έργου.

[1] Αυτό οφείλεται κυρίως στο κόστος δημιουργίας τέτοιων έργων και στην απαιτούμενη προσπάθεια και απαιτούμενο χρόνο για την ανάπτυξη τους. Πρόσθετα εμπόδια όπως τεχνικά ή επιχειρηματικά, καθώς και η περιορισμένη γνώση για τα πολλαπλά οφέλη αποτρέπουν την ανάπτυξη έργων βιοενέργειας. Τέλος, σε αυτό συνεισφέρει και το γεγονός πως η τεχνογνωσία και οι ορθές πρακτικές που εφαρμόζονται σε μια περιοχή δεν μεταφέρονται εύκολα σε άλλη.

 

 

19 Ιανουαρίου 2021

energypress