Οι μεγάλες προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και οι ιστορικές ευθύνες των ηγετών

Η ενεργειακή κρίση που βιώνει ο πλανήτης και ιδιαίτερα η ΕΕ, είναι μια κρίση η οποία τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί και κυρίως να έχει αντιμετωπισθεί με πολύ αποτελεσματικότερο τρόπο. Οι άδειες ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου, ο αποσπασματικός και αλλοπρόσαλλος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης, η έλλειψη οποιασδήποτε πρόληψης για την αναμενόμενη έκρηξη ενεργειακών αναγκών της ΕΕ, ως αποτέλεσμα του (επίσης αναμενόμενου) υψηλού ρυθμού ανάπτυξης, η απουσία οποιασδήποτε στρατηγικής για κεντρικό συντονισμό της ευρωπαϊκής αντίδρασης και μια σειρά άλλων αυτονόητων συντελεστών, έχουν διογκώσει το πρόβλημα. Η τραγική εμφάνιση κυβερνήσεων (προκειμένου να πείσουν τους πολίτες τους ότι κάτι κάνουν), να ομαδοποιούνται ανά 3 -4 χώρες και να προτείνουν διαφόρους τρόπους ξεπεράσματος της κρίσης, τους οποίους όμως όλοι οι υπόλοιποι απορρίπτουν, με τους αρμόδιους Επιτρόπους εξαφανισμένους από οποιαδήποτε ενημέρωση των ευρωπαίων πολιτών και  με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνολικότερα,  απόλυτα αμήχανη και άβουλη, να προτείνει απλά και μόνο την περίφημη ‘’εργαλειοθήκη’’ (toolbox), η οποία ουσιαστικά είναι η καταγραφή σε μια σελίδα χαρτί των διαφόρων μέτρων που ήδη έχουν πάρει οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών, είναι η κραυγαλέα απόδειξη απόλυτης απουσίας στοιχειώδους ευρωπαϊκής ηγεσίας. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν αναλαμβάνει ουσιαστική πολιτική ευθύνη να απολογηθεί για τα επιπλέον 100δις ευρώ που θα πληρώσουν οι πολίτες των κρατών – μελών, προκειμένου να υπάρχει μια ομαλή ενεργειακή τροφοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Στη διάρκεια της προηγούμενης Ρωσοουκρανικής κρίσης φυσικού αερίου το 2014, από τη θέση του προεδρεύοντος του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας, είχα προτείνει στον τότε αρμόδιο επίτροπο G. Ottinger, τη δημιουργία ενός «Ταμείου – Μηχανισμού εξομάλυνσης τιμών (υγροποιημένου) φυσικού αερίου», που, στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης, θα στηρίζει τις (αδύναμες) οικονομίες, προκειμένου να ανταγωνιστούν τις αυξημένες τιμές των φορτίων που προσφέρει η Νοτιοανατολική Ασία σε εποχές κρίσης. Τα λιγότερο από 20 δις ευρώ που θα απαιτούνταν για τη συντονισμένη  στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών, είναι πολύ λιγότερα από το πολλαπλάσιο κόστος που τελικά θα προκύψει για τους ευρωπαίους πολίτες. Αναρωτιέμαι, ποιες εμμονές δεν επιτρέπουν να υλοποιηθεί έστω και τώρα, η πρόταση αυτή, που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μέσα σε 15 μέρες.

 

Να διευκρινίσουμε ότι σε πείσμα της ανόητης και παράλογης πολιτικής της ΕΕ σε βάρος του μεταβατικού καυσίμου που είναι το φυσικό αέριο, αυτό θα συνεχίσει για τα επόμενα 30 χρόνια να είναι βασικό καύσιμο του ενεργειακού ισοζυγίου της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη (ΙPCC), από τα σημερινά 3.800-4.000 δις κυβ. μέτρα, με βάση τις δεσμεύσεις των κρατών, το 2040 η κατανάλωση του θα έχει ανέλθει στα 5.200 δις κυβ. μέτρα. Βραχυπρόθεσμα, μέχρι το 2024, η παγκόσμια κατανάλωσή του, θα ανέλθει στα 4.200 δις κυβ. μέτρα. 

Τα επόμενα πέντε χρόνια η Ευρώπη θα συνεχίσει να καταναλώνει την ίδια με σήμερα ποσότητα φυσικού αερίου, της τάξης των 420 δις κυβ. μέτρων όμως, η γήρανση κι η εξάντληση των κοιτασμάτων της γίνεται εμφανής το 2025, όπου προβλέπεται μείωση της παραγωγής της κατά περίπου 20% σε σχέση με σήμερα. Η ίδια περίπου μείωση εντοπίζεται και στην παραγωγή της Νορβηγίας. Το τεράστιο όμως πρόβλημα που αναφύεται, αφορά στις επιπλέον (και ελλείπουσες) ποσότητες που θα χρειαστεί το 2025 η Ευρώπη, οι οποίες από τα περίπου 40 δις κυβ. μέτρα το 2021, εκτοξεύονται στα πάνω από 150 δις κυβ. μέτρα το 2025. Η τρομακτική αυτή πιθανότητα αναδεικνύει την τεράστια γεωπολιτική εξάρτηση που θα προκύψει στην ΕΕ τα επόμενα χρόνια από την όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από εισαγωγές φυσικού αερίου από τρίτες χώρες. Ταυτόχρονα αναδεικνύει την μεγάλη γεωπολιτική σπουδαιότητα των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και ασφαλώς και της Ελλάδας, τα οποία όμως φαίνεται ότι δεν επιθυμούμε να αξιοποιήσουμε...

Η Ελλάδα θα μπορούσε σήμερα να αντιμετωπίσει την κρίση στις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, από πολύ καλύτερη θέση και με σαφώς πιο μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές, αν είχε φροντίσει τα τελευταία χρόνια να αξιοποιήσει τη δυνατότητα δημιουργίας υπόγειου αποθηκευτικού χώρου φυσικού αερίου στο υπό εξάντληση κοίτασμα ‘’Νότιος Καβάλα’’. Η πρώτη μελέτη του έργου αυτού παρουσιάστηκε στη Βουλή των Ελλήνων πριν 10 χρόνια, το 2011 και στη συνέχεια το 2013-2014 εντάχθηκε στα Ευρωπαϊκά Έργα Προτεραιότητας (Projects of Common Interest PCIs), καθώς και στο πρόγραμμα Στρατηγικών Επενδύσεων της χώρας. Το έργο θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 2018, με έναν συνολικό προϋπολογισμό της τάξης των €400 εκατ., ενώ κατά τη φάση κατασκευής προβλεπόταν η δημιουργία 300 θέσεων εργασίας. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα καμία ουσιαστική πρωτοβουλία αξιοποίησης αυτού του σημαντικού εθνικού πλεονεκτήματος δεν έχει αναληφθεί.

Από την άλλη, η πρόσφατη πώληση από Αμερικανική εταιρεία των δύο μεγαλύτερων ορυχείων κοβαλτίου του κόσμου που βρίσκονται στο  Κονγκό (το οποίο έχει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, με το 30% να παράγεται από βιοτεχνικές–μικρομεσαίες εξορυκτικές επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται την παιδική εργασία και καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα) και η αγορά τους από την κινεζική China Molybdenum, ανέδειξε τη στρατηγική ‘’εισβολή’’ του Πεκίνου στα ορυχεία κοβαλτίου, που αποτελούν βασικό υλικό για την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η πράσινη ενεργειακή και η ψηφιακή μετάβαση κινδυνεύουν να μετεξελιχθούν σε στρατηγική ΄΄ήττα’’ της ΕΕ, αφού η Κίνα ελέγχει τις μεγαλύτερες ποσότητες κρίσιμων μεταλλευμάτων, τόσο για τις μπαταρίες όσο και για τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Έτσι, κινδυνεύει η κατά 40% ενεργειακή εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα της ΕΕ από τη Ρωσία να συμπληρωθεί με μια κατά 40% (τουλάχιστον) εξάρτηση της ΕΕ σε ορυκτές πρώτες ύλες από την Κίνα για την κατασκευή αιολικών και φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, καθώς και μπαταριών λιθίου. Η πιθανή αυτή εξάρτηση, θα ακυρώσει σε μεγάλο βαθμό το φιλόδοξο σχέδιο της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση (Green Deal), αφού θα την εξαρτήσει στις αναγκαίες πρώτες ύλες από την Κίνα. Σημειώνεται ότι ήδη, η Κίνα κατασκευάζει το 85% των φωτοβολταϊκών panels της παγκόσμιας παραγωγής. Μέχρι το 2050, κατά 500% θα αυξηθούν οι ανάγκες σε κρίσιμα μεταλλεύματα ενεργειακών τεχνολογιών μέχρι το 2050, ιδιαίτερα σε γραφίτη,  λίθιο και  κοβάλτιο, ενώ κατά 200% στο ίνδιο και το βανάδιο και κατά 100% στο νικέλιο. Οι τεράστιες αυτές ανάγκες της μετάβασης ανατρέπουν τις μέχρι σήμερα γεωπολιτικές ισορροπίες και απαιτούν νέες προσεγγίσεις για τις οποίες δυστυχώς η ΕΕ δεν έχει πράξει ούτε τα ελάχιστα, ώστε να μειώσει την εξάρτηση της από τρίτες χώρες (κυρίως Κίνα). 

Ιδιαίτερο πολιτικό - κοινωνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας  (RRF), με βάση τις επιλογές των διαφόρων κρατών - μελών. Ιταλία και Ισπανία επενδύουν στα μικρά, αποκεντρωμένα, κατανεμημένα φωτοβολταϊκά, δηλ. στη στήριξη της Ενεργειακής Δημοκρατίας μέσα από τη στήριξη επενδύσεων σε μονάδες ενεργειακών κοινοτήτων και ατόμων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία διαθέτει τα κονδύλιά της κυρίως στα μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκά και  χερσαία αιολικά. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το υψηλό ποσοστό επενδύσεων της Πολωνίας στα υπεράκτια αιολικά και της Ιταλίας στο βιοαέριο.

Ιταλία, Πολωνία κι Ελλάδα, είναι οι χώρες που επέλεξαν να προχωρήσουν και σε δανειοδότηση (εκτός από τις δωρεάν επιχορηγήσεις) για τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Αντίθετα, τα περισσότερα κράτη-μέλη (Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο, Τσεχία κ.α.) επενδύουν στην πράσινη ενέργεια μόνο τις (δωρεάν) επιχορηγήσεις του Ταμείου. Πάνω από το μέσο όρο του 40% των επενδύσεων του Ταμείου για καθαρή ενέργεια βρίσκονται Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία, Σουηδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο. Στο όριο και κάτω από το 40% βρίσκονται Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Κροατία, κ.α. 

Τελικά, το 2022 φαίνεται ότι θα ξεκινήσει με αρκετές προκλήσεις για την ανθρωπότητα, από την Κλιματική και Υγειονομική Κρίση, μέχρι την Ψηφιακή μετάβαση και την αντιμετώπιση της μεγέθυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. 

Ευχή μας, οι ηγεσίες των χωρών, να ανταποκριθούν στις ιστορικές τους ευθύνες!

--------------------------

Ο καθηγητής Γιάννης Μανιάτης είναι πρ. Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες ενόψει του 2022. 

1