Αναποφασιστικότητα, ολιγωρίες, τραγικά λάθη και αμφιλεγόμενες στρατηγικές επιλογές απειλούν την ενεργειακή ασφάλεια, την «πράσινη μετάβαση», την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της
Στους κραδασμούς του ήδη ταλαιπωρημένου από διαδοχικές κρίσεις οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οικονομική, υγειονομική, Brexit κλπ.), ήρθε να προστεθεί τον περασμένο Φεβρουάριο και η επικίνδυνη εξέλιξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, που εκτός του ότι έκανε το κόσμο μας πιο ανασφαλή και πιο αβέβαιο, βάθυνε ακόμη περισσότερο και την ενεργειακή κρίση που ήδη είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 2021.
Η ΕΕ, απροετοίμαστη για άλλη μια φορά και χωρίς να έχει συγκροτημένη κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, βρέθηκε και πάλι στο μάτι του κυκλώνα και στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς γεωπολιτικής αυτή τη φορά κρίσης, με απρόβλεπτες ακόμη και σήμερα αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία της και την κοινωνία της.
Τα όσα διαδραματίστηκαν τους μήνες που ακολούθησαν την εισβολή με τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσία και την απόφαση της ΕΕ να αποδεσμευτεί πλήρως από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου αφενός και αφετέρου με τις μερικές ή και ολικές περικοπές παροχής αερίου από τη Ρωσία σε επιλεγμένες χώρες μέχρι και το sabotage άγνωστων μέχρι στιγμής δραστών στους αγωγούς Nord Stream, δημιούργησαν μια τελείως διαφορετική εικόνα στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας με τις τιμές αερίου και ηλεκτρισμού αλλά και την ανασφάλεια εφοδιασμού να βρίσκονται κυριολεκτικά σε επίπεδα κόκκινου συναγερμού.
Με διαφορετικά λόγια, η εισβολή και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία έφεραν μια δραστική και εκ βάθρων αλλαγή του μοντέλου των διεθνών και Ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών, καθώς και μια ριζική αναδιάταξη των ενεργειακών σχέσεων όπως τις γνωρίζαμε έως σήμερα.
Άραγε η ΕΕ και οι Κυβερνήσεις των κρατών-μελών της είναι άμοιρες ευθυνών γι’ αυτό που βιώνουμε σήμερα;
Κατά την άποψή μας, η εισβολή στην Ουκρανία δεν ανέδειξε μόνο την απερίφραστα καταδικαστέα αναθεωρητική και αντιδημοκρατική στάση της Ρωσίας (χωρίς να παραγνωρίζονται και κάποιες ευθύνες της Δύσης που με διάφορες ενέργειες δοκίμαζε την υπομονή και προκαλούσε ανασφάλεια στη Ρωσία), αλλά και σημαντικές πτυχές ανεπάρκειας και τραγικών λαθών της ενεργειακής και όχι μόνο πολιτικής της ΕΕ (κατ’ επέκταση και πολλών επιμέρους Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων) όπως θα αναλύσουμε κατωτέρω:
Το δόγμα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς ενέργειας
Η υπερβολική έμφαση στη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς τις τελευταίες δεκαετίες χωρίς την ταυτόχρονη πρόνοια για ύπαρξη δικλείδων ασφαλείας μαζί με την κυριαρχούσα αντίληψη ότι η ελεύθερη αγορά μπορεί από μόνη της να λύνει όλα τα προβλήματα που αναφύονται, οδήγησε μαθηματικά στη παραγκώνιση ενός άλλου βασικού πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής που δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ασφάλεια.
Οι απορρέουσες από αυτή τη λογική πολιτικές υποβάθμισαν (αν δεν υπονόμευσαν πλήρως) την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών και των οδών μεταφοράς ενέργειας (ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο) με αποτέλεσμα να αυξάνεται αντί να μειώνεται η υψηλή εξάρτηση εισαγωγών αερίου από τη Ρωσία (μέχρι και 100% σε συγκεκριμένες χώρες). Μηνύματα που αναδείκνυαν το σχετικό κίνδυνο είχαν σταλεί επανειλημμένα στο πρόσφατο παρελθόν (βλέπε Ρώσο-ουκρανικές κρίσεις και διακοπές παροχής το 2009 και το 2014), αλλά η ΕΕ δεν τα αξιολόγησε σωστά.
Για τους ίδιους λόγους υποβαθμίστηκε τόσο η σημασία της εγχώριας παραγωγής αερίου, όσο και η αναγκαιότητα διατήρησης στρατηγικών αποθεμάτων του σε υπόγειες αποθήκες, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές τις εγκαταστάσεις να αναστείλουν τη λειτουργία τους ως ασύμφορη.
Ομοίως, αν και υπάρχει πληθώρα εγκαταστάσεων για εισαγωγή LNG σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η έλλειψη διασυνδετήριων αγωγών επαρκούς δυναμικότητας εμπόδισε την αξιοποίησή τους σε καιρούς κρίσεων όπως η σημερινή για τον εφοδιασμό αερίου σε γειτονικές χώρες (βλέπε παραδείγματα Ιβηρικής χερσονήσου με υπερεπάρκεια regas δυναμικότητας LNG, αλλά ισχνή δυνατότητα διοχέτευσης αερίου προς τη Γαλλία, του ΗΒ προς τις χώρες της βόρεια Ευρώπη, ακόμη και της Ελλάδας προς άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης, ιδιαίτερα πριν τη έναρξη λειτουργίας του IGB).
Η εγκληματική αμέλεια για την ενεργειακή αποδοτικότητα, την καινοτομία και την ανάπτυξη εγχώριας τεχνολογίας
Παρά τους βερμπαλισμούς των τελευταίων δεκαετιών (doing more with by less και άλλα ηχηρά παρόμοια) η ΕΕ πολύ λίγα έκανε στη πράξη για την υποστήριξη (γιατί όχι και για την επιβολή) της αποδοτικής παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης της ενέργειας (energy efficiency) σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Η προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας αποτελεί χωρίς αμφιβολία την πιο ελκυστική επένδυση με οικονομικούς, κοινωνικούς όρους, αφού εξοικονομεί πολύτιμους πόρους και ταυτόχρονα προστατεύει το περιβάλλον λόγω της μείωσης των εκπομπών αερίων ρύπων, και αποτελεί τουλάχιστον αμέλεια να μην έχει έμπρακτα πρωταρχική θέση στις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Ομοίως η ΕΕ παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της δεν στήριξε επαρκώς την καινοτομία και την ανάπτυξη εγχώριων αποδοτικών καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβοηθούν στην αναγκαία «απανθρακοποίηση» των παραδοσιακών τομέων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (CCUS, βιομεθάνιο κλπ.). Αρκεί να αναφερθεί ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν δισεκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη της ενεργειακής μετάβασης, την ανάπτυξη-χρήση καινοτόμων καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών, ταυτόχρονα με τη χορήγησή γενναίων κινητήρων και φορολογικών απαλλαγών στις εταιρίες που δραστηριοποιούνται εκεί (βλέπε τελευταίο νόμο για μείωση του πληθωρισμού, IRA), όταν στην ΕΕ οι αντίστοιχες πολιτικές υπολείπονται δραματικά.
Η επιλογή μιας γρήγορης αντί μιας ρεαλιστικής ενεργειακής μετάβασης ανατροφοδοτεί την σημερινή κρίση
Για λόγους ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές, ουδείς (άτομο, κοινωνικό σύνολο, κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμοί) δικαιούται να είναι αδιάφορος για τις επιπτώσεις τις κλιματικής αλλαγής από ανθρωπογενείς δραστηριότητες και συνεπώς θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά σε κάθε προσπάθεια για να περιοριστούν δραστικά και έγκαιρα. Στη κατεύθυνση αυτή, η μείωση της χρήσης ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων και η προώθηση των ΑΠΕ θα πρέπει να αποτελούν χωρίς καμία αμφισβήτηση τα σημαντικότερα μέσα για την επίτευξη των στόχων μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι για το σκοπό αυτό η πολιτική της ΕΕ ήταν πρωτοποριακή.
Όμως, τα σχέδια/πολιτικές για την ενεργειακή μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς άνθρακα οφείλουν να είναι ταυτόχρονα και ρεαλιστικά και όχι πρόχειρα και βιαστικά, καθόσον η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται κατά 75% τουλάχιστον από τα ορυκτά καύσιμα και αυτό θα συμβαίνει για δεκαετίες ακόμη. Ο ΔΟΕ στην τελευταία έκθεσή του προβλέπει ότι σε απόλυτους μεγέθη η κατανάλωση πετρελαίου και αερίου το 2050 θα είναι στα ίδια επίπεδα με σήμερα, έστω και αν το μερίδιό τους θα βαίνει μειούμενο.
Η στρατηγική επιλογή της ΕΕ (και όχι μόνον για να είμαστε ακριβείς) για μια γρήγορη, πλην όμως ανέφικτη με τους ρυθμούς που επιχειρείται, ενεργειακή μετάβαση (Green Deal, REPowerEU, κλπ.), σε συνδυασμό με διάφορες άλλες εσωτερικές αντιφάσεις της ενεργειακής πολιτικής της, αλλά και των επιμέρους χωρών-μελών είναι μία από τις σοβαρότερες δομικές αιτίες της σημερινής κρίσης. Ο ισχυρισμός μας στηρίζεται στο γεγονός ότι αυτή ακριβώς η επιλογή έστειλε λάθος μηνύματα στην αγορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρξουν έγκαιρα οι αναγκαίες επενδύσεις στην παραγωγή και μεταφοράς αερίου/LNG (σταχυολογούμε για τεκμηρίωση τις πρόσφατες σχετικές δηλώσεις του Mike Wirth, CEO της Chevron, αλλά και τα όσα συνέβησαν στο πιο κοντινό μας παράδειγμα, του αγωγού EastMed κλπ.).
Αυτό που έχει σημασία σε κάθε στρατηγική είναι να μπορείς να πετυχαίνεις έγκαιρα και με το μικρότερο δυνατό κόστος τους στόχους σου, κάνοντας αποτελεσματική χρήση των μέσων που διαθέτεις.
Όταν για παράδειγμα πρέπει να ανέβεις στην κορυφή ενός απόκρημνου βουνού (στόχος), ποτέ δεν το επιχειρείς με ευθεία ανάβαση, γιατί μπορεί να κατρακυλήσεις και να μην φτάσεις ποτέ ή τουλάχιστον έγκαιρα. Όπως διδάσκει η λαϊκή σοφία/εμπειρία (μονοπάτια) αλλά και η επιστήμη (δρόμοι) το επιτυγχάνεις ανεβαίνοντας κυκλωτικά.
Η λογική λοιπόν της γρήγορης ενεργειακής μετάβασης βασισμένης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το «πράσινο» Υδρογόνο (είναι γνωστό ότι υπάρχει το πρόβλημα της στοχαστικότητας για τις ΑΠΕ και περιορισμένη παραγωγική δυναμικότητα/ώριμες τεχνολογίες με αποδεκτό κόστος για την περίπτωση του «πράσινου» Υδρογόνου), σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση του φυσικού αερίου (βοηθούντων προς τούτο του Πούτιν, γραφειοκρατών της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, καθώς και πολλών ακραιφνών υποστηρικτών των ΑΠΕ), δημιούργησε ανεπάρκεια στον ομαλό εφοδιασμό της αγοράς και εκτίναξε στα ύψη τις τιμές του αερίου.
Για τον ίδιο λόγο η Ευρώπη (με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες χώρες που έδειξαν μεγαλύτερη προνοητικότητα) αμέλησε να διασφαλίσει έγκαιρα την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών της μέσω μακροχρόνιων (πχ διάρκειας μέχρι 10 έτη) συμβολαίων αερίου και LNG από εναλλακτικές πηγές (ΗΠΑ, Αλγερία, χώρες του Κόλπου, Αίγυπτο, Μοζαμβίκη κλπ.,) και αρκέστηκε σε προμήθειες από τη spot αγορά, πρακτική που όμως πλήρωσε και συνεχίζει να πληρώνει πολύ ακριβά. Το πιο κάτω διάγραμμα του Andrea Schroeder (ICIS) είναι πολύ χαρακτηριστικό και αναδεικνύει ακριβώς την ανάγκη σύναψης νέων μακροχρόνιων συμβολαίων LNG από την ΕΕ.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σημερινή κρίση δεν αφορά μόνο στις υψηλές τιμές και τα προβλήματα επάρκειας στον εφοδιασμό αερίου.
Λόγω της αναγκαστικής στροφής προς τη χρήση πετρελαίου και λιθάνθρακα (έχει επισημανθεί από πολλούς αναλυτές το παράδοξο να γίνεται έκκληση στον ΟΠΕΚ να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου, όπως και το γεγονός ότι το 2022 υπάρχει αύξηση εισαγωγών λιθάνθρακα στην ΕΕ κατά 40%), η κρίση είναι ταυτόχρονα και περιβαλλοντική, αφού αναμένεται να υπάρξει αύξηση και στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά το τρέχον έτος.
Με άλλα λόγια η λογική της γρήγορης ενεργειακής μετάβασης, ενδέχεται στο τέλος της ημέρας να έχει αντίθετα αποτελέσματα και να μεταθέσει το «πρασίνισμα» του ενεργειακού μίγματος σε πιο μακρινό χρονικό ορίζοντα.
Το ισχυρό πλήγμα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία και το πρόβλημα της συνεχώς αυξανόμενης ενεργειακής φτώχειας
Η εκτόξευση και η διατήρηση των τιμών αερίου (κατ’ επέκταση και του ηλεκτρικού ρεύματος) για μεγάλο χρονικό διάστημα σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα που επέφερε η εισβολή και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, δημιούργησαν όπως ήταν φυσικό δραματικές επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία.
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις λόγω του πολύ αυξημένου ενεργειακού κόστους σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη επιβράδυνση της ανάπτυξης στην ΕΕ, απειλούν πλέον σοβαρά τους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων.
Στις ΗΠΑ οι βιομηχανίες απολαμβάνουν σήμερα τιμές αερίου της τάξης των 25 Ευρώ/MWh όταν οι αντίστοιχες τιμές στην Ευρώπη ξεπερνούν τα 125 Ευρώ/MWh (τον περασμένο Αύγουστο έφτασαν να είναι ακόμη και υπερδιπλάσιες), ενώ τα νοικοκυριά είδαν τους λογαριασμούς ρεύματος να πολλαπλασιάζονται αρκετές φορές.
Η ενεργειακή φτώχεια, παρά τα προγράμματα στήριξη των νοικοκυριών που υιοθέτηση η ΕΕ και οι Κυβερνήσεις των κρατών-μελών, εξαπλώνεται στην Ευρώπη (ακόμη και σε χώρες που μέχρι πρότινος κάτι τέτοιο θεωρούταν αδιανόητο), οι δε επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι βιομηχανικές και μεταποιητικές, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα και κινδύνους, ακόμη και επιβίωσης.
Όπως επεσήμανε μόλις πρόσφατα στις 25/11/2022 το Συμβούλιο των Προέδρων 40 Ομοσπονδιών που απαρτίζουν την Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (BusinessEurope) η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της αποβιομηχάνισης είτε λόγω μαζικών πτωχεύσεων είτε λόγω μετεγκατάσταση επιχειρήσεων σε άλλες ηπείρους, με οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία της και την απασχόληση.
Η ΕΕ συμπορεύτηκε, όπως είχε ηθική υποχρέωση, με τις ΗΠΑ και τη Δύση στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας και αποφάσισε μονομερώς να απεξαρτηθεί το γρηγορότερο δυνατόν από τις εισαγωγές Ρωσικού αερίου, μεγιστοποιώντας έτσι τις εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι ότι η Ευρώπη βγαίνει τελικά γεωπολιτικά και οικονομικά αποδυναμωμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, κινδυνεύοντας πραγματικά να δει τις επιχειρήσεις της και τους πολίτες της να πνίγονται κυριολεκτικά από τις καταστροφικές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. Τη ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και η πιο μακρινή Κίνα θωρακίζουν συστηματικά τις οικονομίες τους, προετοιμάζοντας την τεχνολογική και ενεργειακή τους μετάβαση χωρίς προκαταλήψεις και άγχος για τα ορυκτά καύσιμα, και ενισχύοντας παράλληλα τη γεωπολιτική ισχύ.
Οι κίνδυνοι νέων εξαρτήσεων
Οι επιλογές της ΕΕ για μια γρήγορη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα γενικότερα και από το Ρωσικό φυσικό αέριο ειδικότερα, καθόλου δεν σημαίνει ότι έρχεται το τέλος των σχετικών στρατηγικών εξαρτήσεων.
Αντίθετα, σε ότι αφορά την ενέργεια η Ευρώπη θα συνεχίσει να έχει σημαντική εξάρτηση από εισαγωγές πετρελαίου και αερίου από χώρες του Κόλπου και τη Νορβηγία και όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα για το τρέχον έτος και από αθρόες εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ.
Επιπρόσθετα η επιβεβλημένη (για λόγους αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής) μαζική στροφή προς τις ΑΠΕ, το Υδρογόνο και την ηλεκτροκίνηση και γενικότερα προς μια ευρεία γκάμα καθαρών τεχνολογιών (ενεργειακών και όχι μόνον, ρομποτικής, ψηφιακών, διαστημικής, άμυνας κλπ.) δημιουργεί προϋποθέσεις για νέους είδους εξαρτήσεις και μάλιστα από χώρες-ανταγωνιστές της Ευρώπης, όπως είναι για παράδειγμα η Κίνα (από την οποία υπάρχει εξάρτηση ακόμη και για πιο «παραδοσιακές» τεχνολογίες όπως τα φωτοβολταϊκά πάνελ με εισαγωγές 75% ετησίως).
Όπως επισημαίνει ο ΔΟΕ, πολλές από αυτές τις νέες καθαρές ενεργειακές τεχνολογίες βασίζονται στη χρήση σειράς κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων πχ στις μπαταρίες και τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας καθοριστικό ρόλο παίζουν το λίθιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο, το μαγνήσιο, ο γραφίτης κλπ., στα ηλεκτρικά δίκτυα και γενικά στις τεχνολογικές εφαρμογές με βάση τον ηλεκτρισμό ο χαλκός και δευτερευόντως το αλουμίνιο, και τέλος στις ανεμογεννήτριες και την ηλεκτροκίνηση (μόνιμοι μαγνήτες, καταλύτες, κεραμικά υλικά κλπ.) οι λεγόμενες σπάνιες γαίες (Νεοδύμιο Πρασεοδύμιο, Δυσπρόσιο, Τέρβιο κλπ.).
Δυστυχώς για την Ευρώπη τα περισσότερα από τα πιο πάνω κρίσιμα μέταλλα και σπάνιες γαίες βρίσκονται εκτός της επικράτειάς της και μάλιστα είναι συγκεντρωμένα σε πολύ μικρό αριθμό χωρών, με προεξάρχουσα την Κίνα. Καθώς λοιπόν η διείσδυση των καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη στις δεκαετίες που έρχονται με βάση τις επιλογές και τα σχέδια της ΕΕ, θα μεγαλώνει και η εξάρτησή της από αυτά, άρα και η εξάρτηση από ανταγωνίστριες χώρες.
Επίλογος
Με βάση τα ανωτέρω, η άποψή μας είναι ότι το καράβι της ενεργειακής και όχι μόνον πολιτικής της ΕΕ δεν αρμενίζει καλά και κατά συνέπεια το πλήρωμά του θα πρέπει άμεσα να αλλάξει πορεία για να μην τσακιστεί στα βράχια.
Οι ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις, οι κοντόφθαλμες και βιαστικές επιλογές, μαζί με την αναποφασιστικότητα και τις ολιγωρίες που χαρακτηρίζουν τα θεσμικά της όργανα σε ότι αφορά ειδικά την ενεργειακή πολιτική (βλέπε παλινωδίες, αναποφασιστικότητα και επιφανειακές προσεγγίσεις στο θέμα του πλαφόν), είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν δυσβάστακτο κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία και τους πολίτες.
Είναι καιρός η ΕΕ να σκύψει με περισσότερη σύνεση, ρεαλισμό και αποφασιστικότητα στα ενεργειακά και άλλα σοβαρά θέματα που κυριαρχούν σήμερα και να δώσει αποτελεσματικές και βιώσιμες λύσεις, πριν διαπιστώσει ότι είναι πολύ αργά. Οι πολιτικές της Ένωσης οφείλουν να υπηρετούν προσεκτικά, ρεαλιστικά και ισορροπημένα όλες τις ουσιώδεις διαστάσεις του (πρωταγωνιστικού) ρόλου που θα έπρεπε να παίζει στις διεθνείς ενεργειακές και όχι μόνον υποθέσεις και εξελίξεις όπως η διασφάλιση της βιωσιμότητας και βιοποικιλότητας, η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η ενεργειακή ασφάλεια, η οικονομική ανάπτυξη, η ενίσχυση της γεωπολιτικής ισχύος της, η μείωση των εξαρτήσεων από κρίσιμα αγαθά και τεχνολογίες, η προστασία του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαίων πολιτών κλπ.
Αυτό που έχει σημασία είναι Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΤΟΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, όχι οι ιδεοληψίες και εμμονές για τα μέσα, τη χημική σύσταση των μορίων της ενέργειας, την προέλευση των ηλεκτρονίων, το χρώμα του Υδρογόνου κλπ. κλπ.
* Ο κ. Σπύρος Παλαιογιάννης είναι Managing Partner της MEDGAS & MORE SERVICES LTD και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος ΔΕΠΑ