«Καυτή» επιστολή Μυτιληναίου στην Κομισιόν για το κόστος ενέργειας

14 06 2025 | 11:53

Ηχηρό καμπανάκι προς την Κομισιόν να λάβει μέτρα για το υψηλό κόστος ενέργειας που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ενεργοβόρου βιομηχανίας και να πάψει να προτάσσει την απανθρακοποίηση, κρούουν με επιστολή τους προς την πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δύο κορυφαίες ελληνικές βιομηχανίες.

Σε μια συγκυρία που η ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις, όπως έχει αποτυπωθεί και στην Έκθεση Draghi, με το ενεργειακό κόστος να παραμένει δύο και τρεις φορές πάνω από την Κίνα και τις ΗΠΑ, η Metlen και η ElvalHalcor υπογράφουν επιστολή της Eurometaux, που εκπροσωπεί τις εταιρείες μη σιδηρούχων μετάλλων των «27», με αφορμή τα προβλήματα που δημιουργεί (αντί να λύνει) το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων (CISAF).

 

Η επιστολή που φέρει τις υπογραφές 22 συνολικά στελεχών ευρωπαϊκών βιομηχανιών και ενώσεων του κλάδου ζητά ριζικές αλλαγές στο προωθούμενο νέο πλαίσιο των «καθαρών» κρατικών ενισχύσεων για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (Clean Industrial State Aid Framework - CISAF), καθώς εντοπίζει πλήθος ζητημάτων, που δυσχεραίνουν αντί να απλοποιούν το τοπίο και αφορούν θέματα χρηματοδότησης, ενεργειακής πολιτικής, νομικής συνοχής και περιβαλλοντικής διάστασης.

«Η απαλλαγή από τον άνθρακα θα πετύχει μόνο αν συνδυαστεί με ισχυρή ανταγωνιστικότητα», αναφέρει η επιστολή, που έχει ως κεντρικό μήνυμα ότι «χωρίς την παροχή απτών και αποτελεσματικών λύσεων για την εξασφάλιση ανταγωνιστικής πρόσβασης στην ενέργεια, οποιαδήποτε επένδυση στην απαλλαγή από το CO2 εντός Ευρώπης απλώς καθίσταται μη βιώσιμη».

Αντί το νέο πλαίσιο να γίνεται πιο φιλικό για τις επιχειρήσεις, μάλλον επιδεινώνει την εικόνα. Αν και είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από το περυσινό καλοκαίρι, όταν οι τιμές ενέργειας στη ΝΑ Ευρώπη έφτασαν και τα 900 €/MWh, εντούτοις απουσιάζει το άρθρο του προηγούμενου καθεστώτος (TCTF), που επέτρεπε στις χώρες να στηρίζουν τη βιομηχανία απέναντι σε ακραίες διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας.

Σε μια συγκυρία δηλαδή που εντείνεται η ανησυχία για επιστροφή του ράλι τιμών φέτος το καλοκαίρι, η Κομισιόν εισηγείται ένα πλαίσιο που... αφαιρεί από τις εθνικές κυβερνήσεις τα όποια όπλα διέθεταν για στήριξη των επιχειρήσεων από τις παρενέργειες μιας ενεργειακής κρίσης.

Τα νέα εμπόδια

Το κυριότερο όμως είναι ότι οι Βρυξέλλες δείχνουν να παραμένουν προσηλωμένες στην απανθρακοποίηση της βιομηχανίας, χωρίς να αντιμετωπίζουν παράλληλα το θέμα της ανταγωνιστικότητας.

Βασικό προαπαιτούμενο για την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι το νέο πλαίσιο να διασφαλίζει διεθνώς ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής, κάτι που περνά μόνο μέσα από την πρόσβαση σε ανταγωνιστικά τιμολογημένη καθαρή ενέργεια.

 

Αλλά το προσχέδιο του CISAF βάζει στο παιχνίδι υπερβολικούς περιορισμούς στα έργα φυσικού αερίου, επιβάλλοντας τη μετάβαση στο ακριβό πράσινο υδρογόνο. Και αυτό παρότι σήμερα το 98% του υδρογόνου προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Στο δε σκέλος των κρίσιμων πρώτων υλών, η στήριξη παρέχεται μόνο σε όσες σχετίζονται με τον πράσινο εξοπλισμό, αποκλείοντας την ψηφιακή μετάβαση ή την άμυνα, που αποτελούν στρατηγικές προτεραιότητες για την ΕΕ.

Στην ίδια κατεύθυνση, οι βιομηχανίες θεωρούν ότι ορισμένες από τις νέες διατάξεις που αφορούν τα σχήματα ευελιξίας (non fossil flexibility) επιβαρύνουν δυσανάλογα τους βιομηχανικούς καταναλωτές με σταθερό προφίλ που δεν έχουν ευχέρεια μετατόπισης ζήτησης, πλην όμως συνδράμουν στην ευστάθεια του δικτύου λόγω της προβλεψιμότητας των φορτίων τους.

Την επιστολή, εκτός από τον πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Μetlen Ευ. Μυτιληναίο που υπογράφει και με την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ της Eurometaux, συνυπογράφουν και οι Γενικοί Διευθυντές των κλάδων Χαλκού και Αλουμινίου αντίστοιχα της ElvalHalcor, Πάνος Λώλος και Νικόλαος Καραμπατέας. Σε χθεσινή μάλιστα ανάρτηση της εταιρείας στο LinkedΙn αναφέρεται ότι η ElvalHalcor «μπαίνει στην πρώτη γραμμή μιας κρίσιμης ευρωπαϊκής έκκλησης για δράση και είναι υπερήφανη που αντιπροσωπεύει την ελληνική και ευρωπαϊκή βιομηχανία σε αυτόν τον διάλογο».

Ο χρόνος που κυλάει αμείλικτα

Τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια στιγμή που μια σειρά από χώρες σε διαφορετική γραμμή από την Κομισιόν «κλειδώνουν» χαμηλές τιμές για τη βιομηχανία τους, με χαρακτηριστική περίπτωση την Ιταλία, τα βήματα της οποίας σκέφτεται να ακολουθήσει και η Γερμανία.

Στο θέμα έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη ο Αντώνης Κοντολέων, πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, που εκπροσωπεί τις ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες, θυμίζοντας ότι στην Ιταλία η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ δεν τελεί πλέον υπό διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο ενέργειας, παρά φτάνει μέσω διμερών συμβολαίων κατευθείαν στις βιομηχανίες με τη μεσολάβηση ενός κρατικού φορέα, εν προκειμένω του εθνικού ΔΑΠΕΕΠ (GSE).

Του φορέα δηλαδή που έχει ως αντικείμενο σε κάθε χώρα τη διαχείριση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Ο φορέας αυτός, έχοντας συνάψει συμβάσεις διαφοράς (CfDs) με παραγωγούς ΑΠΕ, διαθέτει-δανείζει πράσινη ενέργεια στις βιομηχανίες έντασης για 3 έτη μέσω διμερών συμβολαίων (ΡΡΑ), σε σταθερή τιμή 65 €/MWh. Οι ωφελούμενες βιομηχανίες αναλαμβάνουν την υποχρέωση να κατασκευάσουν σε 24 μήνες μονάδες ΑΠΕ διπλάσιας δυναμικότητας και να επιστρέψουν ίση ποσότητα ενέργειας στα επόμενα είκοσι έτη στην ίδια τιμή.

«Βλέπουμε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ιταλία να εφαρμόζουν παρεμβάσεις μέσω απευθείας κρατικών επιδοτήσεων, η Γερμανία να δρομολογεί αντίστοιχες λύσεις και η Γαλλία να επανακρατικοποιεί την EDF, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα το πρώτο μακροχρόνιο βιομηχανικό συμβόλαιο με το εργοστάσιο αλουμινίου της Δουνκέρκης. Η ελληνική κυβέρνηση τα γνωρίζει όλα αυτά και δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητώ τις καλές προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όμως o χρόνος κυλάει αμείλικτα για την ελληνική ενεργοβόρο βιομηχανία», είχε δηλώσει πρόσφατα στην «Κ» ο επικεφαλής της Μetlen και πρόεδρος της Eurometaux Ευάγγελος Μυτιληναίος.

Στην ίδια λογική είχε κινηθεί και ο εκτελεστικός διευθυντής της Βιοχάλκο και πρόεδρος της ElvalHalcor Μιχάλης Στασινόπουλος, αναδεικνύοντας την έμμεση σύνδεση της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας με το υψηλό ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας και θυμίζοντας ότι η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες μεταξύ των 27.

Συνολικά, παρά τα θετικά του στοιχεία, την επιτάχυνση των διαδικασιών και την τυποποίηση των κινήτρων, το νέο πλαίσιο των «καθαρών» κρατικών ενισχύσεων για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (CISAF) χρήζει διορθώσεων, όπως γράφει και σε πρόσφατη ανάλυσή της η ειδική επί των ρυθμιστικών θεμάτων στην ενέργεια Νεκταρία Καρακατσάνη.

Στην πράξη, το νέο πλαίσιο της Κομισιόν που υποτίθεται ότι έρχεται για να στηρίξει και να καταστήσει πιο ανταγωνιστική την ευρωπαϊκή βιομηχανία φαίνεται ότι απέχει πολύ από τη φιλοσοφία του αμερικανικού IRA, καθώς αντί για μια ολιστική προσέγγιση, επιτρέπει τη στήριξη συγκεκριμένων υποδομών αλλά όχι όλης της αλυσίδας. Μια προσέγγιση που μπορεί να επιβαρύνει ιδιαίτερα τομείς όπως η αγορά του CCS, για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, η οποία μόνο στην Ελλάδα φιλοδοξεί να προσελκύσει επενδύσεις της τάξης των 3 δισ. ευρώ.

Το μήνυμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι σαφές και είναι χαρακτηριστικό ότι η επιστολή των 22 στελεχών προς την ηγεσία της Κομισιόν κλείνει με ένα ηχηρό καμπανάκι. «Η μη ανάληψη δράσης αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε περαιτέρω απώλεια της βιομηχανικής μας ικανότητας. Δεν πρόκειται απλώς για οικονομικό ζήτημα. Η διασφάλιση μιας ισχυρής ευρωπαϊκής βιομηχανίας αποτελεί στρατηγική επιταγή για την εγγύηση τόσο της φυσικής όσο και της οικονομικής μας ασφάλειας τα επόμενα χρόνια», αναφέρουν χαρακτηριστικά, για ένα θέμα όπου τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής της νέας Επιτροπής δεν είναι ενθαρρυντικά.

(αναδημοσίευση από euro2day.gr)

f