Με ένα φωτοβολταϊκό στη στέγη μπορώ να αποφύγω τη «φωτιά» στους λογαριασμούς ρεύματος; – Πότε συμφέρει το νέο πρόγραμμα του ΥΠΕΝ και πότε το net-metering

Σε όφελος από 5.800 έως 10.000 ευρώ περίπου «μεταφράζεται» η επένδυση σε ένα οικιακό φωτοβολταϊκό σύστημα, με βάση τις δύο εναλλακτικές λύσεις που δίνει η πολιτεία για την αξιοποίηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή την ένταξη στο πρόγραμμα «φωτοβολταϊκά στη στέγη» και το net-metering.   

Όπως είναι γνωστό, μέσω του προγράμματος «φωτοβολταϊκά στη στέγη», η παραγόμενη «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια εγχέεται στο σύνολό της στο δίκτυο, πωλούμενη για μία 20ετία με τιμή 87 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του net-metering, το δίκτυο αξιοποιείται ουσιαστικά σαν μπαταρία, για την έγχυση της «πράσινης» ενέργειας που δεν καταναλώνεται τη στιγμή που παράγεται. Έτσι, η περίσσεια της παραγωγής του φωτοβολταϊκού, που εγχέεται, συμψηφίζεται σε ορίζοντα 3ετίας με την ηλεκτρική ενέργεια που θα καταναλώσει ο κάτοχος του συστήματος από το δίκτυο. 

 

Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η τιμή πώλησης της παραγωγής στο πλαίσιο του προγράμματος «φωτοβολταϊκά στη στέγη» κάνει αυτή τη λύση να υπερτερεί στην περίπτωση οικημάτων που έχουν μικρή και σποραδική κατανάλωση, όπως π.χ. τα εξοχικά. Σε μία τέτοια περίπτωση, καθώς οι κιλοβατώρες που «καίγονται» στο οίκημα θα είναι λιγότερες από την παραγωγή του συστήματος, η επιλογή του net-metering θα σήμαινε πως ουσιαστικά θα χαρίζεται στο δίκτυο μεγάλο μέρος της παραγωγής. Επομένως, συμφέρει η αποζημίωση για τις «πράσινες» κιλοβατώρες. 

Αντίθετα, στην περίπτωση μιας κύριας κατοικίας, η οποία έχει μεγαλύτερη και συνεχή κατανάλωση, πλεονεκτεί το net-metering. Ο λόγος είναι πως οι κιλοβατώρες που «αποθηκεύονται» εμμέσως στο δίκτυο συμψηφίζονται με ενέργεια υψηλότερου κόστους, αφού αυτή χρεώνεται με τιμές λιανικής. Μάλιστα στη δεδομένη συγκυρία, όπου οι τιμές κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα, το κέρδος είναι ακόμη μεγαλύτερο και μειώνει δραστικά τον χρόνο απόσβεσης.  

Παράδειγμα net-metering

Ας υποθέσουμε ότι στην περίπτωση του ενεργειακού συμψηφισμού, για μία κατοικία με ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 4.500 κιλοβατώρες, επιλέγεται η εγκατάσταση ενός φωτοβολταϊκού ισχύος 3 κιλοβάτ. Το κόστος του συστήματος ανέρχεται σε 5.500 ευρώ, το οποίο θα παρήγαγε στην 25ετία περίπου 101.850 κιλοβατώρες. 

Με ενδεικτική τιμή στην οποία γίνεται ο συμψηφισμός στα 12 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, το φωτοβολταϊκό θα εξοικονομούσε στην 25ετία 15.618 ευρώ. Επομένως, το καθαρό κέρδος θα έφτανε τα 10.118 ευρώ. 

Δείκτης για το πόσο συμφέρουσα είναι μία απόδοση αποτελεί ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης επένδυσης (IRR on equity). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, το IRR διαμορφώνεται σε 9,4%. 

1
 

1
 

Παράδειγμα φωτοβολταϊκού στη στέγη

Στην περίπτωση του προγράμματος «φωτοβολταϊκών στη στέγη», το λογικό είναι να εγκατασταθεί ένα σύστημα μέγιστης επιτρεπόμενης ισχύος (6 κιλοβάτ), ώστε να παράγεται και να πωλείται όσο το δυνατόν περισσότερο «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια. Το ενδεικτικό κόστος ενός τέτοιου συστήματος ανέρχεται σε 8.500 ευρώ, το οποίο στην 20ετία θα παράγει 164.010 κιλοβατώρες. 

Επομένως, με «ταρίφα» 87 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, η παραγωγή αυτή θα αποφέρει στον ιδιοκτήτη του έσοδα της τάξης των 14,269 ευρώ. Κάτι που σημαίνει ότι το κέρδος θα είναι 5.769 ευρώ. 

Ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης επένδυσης (IRR) στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι 5,6%. 

1

 

1  

 

Για τη σύγκριση της απόδοσης, και με τις δύο εναλλακτικές, μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος από νοικοκυριά διαμορφώθηκε τον Νοέμβριο του 2021 στο 0,14%. Επίσης, ο μέσος πληθωρισμός 20ετίας (2000-2019) ανήλθε στο 1,9% και 25ετίας (1995-2019) στο 2,5%.

Επίσης, από το 1900 τα κέρδη από ακίνητα τοποθετούνται περίπου στο 4,8%. Το μεγαλύτερο μέρος των κερδών προέρχονται από ενοίκια, με την άνοδο της αξίας ακινήτων να περιορίζεται στο 1,3%. Αν μάλιστα αφαιρεθούν οι δαπάνες συντήρησης και ασφαλιστικών συμβολαίων, τότε οι απώλειες υπολογίζονται γύρω στο 2%.

Προφανώς οι αποδόσεις και ο χρόνος απόσβεσης είναι συνάρτηση του αρχικού κόστους (τι είδους εξοπλισμό θα βάλει κανείς, αν θα τοποθετήσει αντικεραυνικό ή όχι, σε τι απόσταση από κάποιο προμηθευτή-εγκαταστάτη βρίσκεται το σπίτι, κ.λπ.), από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία στην περιοχή, αλλά και από την κλίση και τον προσανατολισμό των φωτοβολταϊκών πλαισίων (η απόδοση διαφέρει αν το σύστημα μπει π.χ. σε κεραμοσκεπή με μη βέλτιστη κλίση και προσανατολισμό). Αν πάλι το φωτοβολταϊκό σύστημα συνδυαστεί με αντλίες θερμότητας για θέρμανση και ψύξη της κατοικίας, τότε οι αποδόσεις βελτιώνονται και οι χρόνοι απόσβεσης μειώνονται.

1